Ο Αριστοφάνης, ο σπουδαιότερος κωμικός ποιητής της αρχαιότητας και ο κύριος εκπρόσωπος της Αρχαίας Κωμωδίας, γεννήθηκε στην Αθήνα γύρω στο 445 π.Χ. και πέθανε περίπου το 386. Κυριάρχησε για 40 χρόνια στο Αττικό θέατρο και έδρασε μια εποχή που συντελέστηκαν στην Αθήνα μεγάλες πολιτικές, κοινωνικές και πνευματικές αλλαγές, οι οποίες άλλωστε καθρεφτίζονται ποικιλότροπα στα έργα του. Η στάση του απέναντι στο βιβλίο ήταν επικριτική, κυρίως εξαιτίας της ανεξέλεγκτης κυκλοφορίας του και της μετατροπής του από τους σοφιστές σε εκπαιδευτικό εργαλείο. Ο Αριστοφάνης κατηγορούσε ανοικτά τον Ευριπίδη για τις γνώσεις που σταχυολογούσε, ειρωνευόμενος παράλληλα τη σπουδαία βιβλιοθήκη του αλλά και τον προσωπικό γραφέα-εκδότη που χρησιμοποιούσε: «από βιβλία στράγγιζα χυλό εξυπνοκουβέντες» (Βάτρ., 943).
Φαίνεται ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα τα «βιβλιοπωλεία» στην Αθήνα αποτελούσαν φιλολογικά στέκια, και έτσι στους Όρνιθες (414 π.Χ.) οι Αθηναίοι εμφανίζονται ως διψασμένοι αναγνώστες, οι οποίοι αμέσως μετά το πρόγευμα σπεύδουν στα βιβλιοπωλεία για να «ξεφυλλίσουν» βιβλία, να ενημερωθούν και να συζητήσουν για τις αρετές, αλλά και τις φιλολογικές ατέλειες και τα μειονεκτήματα των έργων. Την εποχή του Αριστοφάνη μάλιστα κυκλοφορούσε ένα βιβλιοφιλικό ανέκδοτο, το οποίο ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές, αφού παρέμεινε επίκαιρο και κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα, στην Ποικίλη Ιστορία (XIII, 38) του Αιλιανού. Το ανέκδοτο αυτό αφορά τον Αλκιβιάδη, με το οποίο ο Αριστοφάνης είχε συγκρουσθεί και δεν είναι απίθανο να το κυκλοφόρησε ο ίδιος, στιγματίζοντας τη γενικότερη απληστία του Αλκιβιάδη, όπως του καταλογίζει στην κωμωδία του Ταγηνισταί.
Στους αντίποδες του «σοφιστικού» βιβλίου ο Αριστοφάνης είχε να αντιπαραθέσει το θεατρικό βιβλίο και την πίστη του ότι, τελικά, οι Αθηναίοι δεν διατρέχουν τον κίνδυνο της αμάθειας, αφού στο θέατρο συχνάζουν νέοι άνθρωποι, «αναγνώστες βιβλίων ικανοί να κατανοούν τα ορθά σημεία». Φαίνεται ότι οι περισσότεροι θεατές των θεατρικών παραστάσεων ήταν εφοδιασμένοι και με ένα αντίγραφο του έργου: βιβλίον τ’ έχων έκαστος μανθάνει τα δεξιά (Βάτρ., 1114 · Βιβλ. Ι, 89-92).