Εισαγωγικό κείμενο για "Αρχιτεκτονική"

Ορολογία. Με τον όρο «βιβλιοθήκη» εννοούμε κάθε είδους θήκη βιβλίων, όπως κόγχη, κιβωτιόσχημη κατασκευή, κουβούκλιο, θάλαμο και γενικότερα οποιονδήποτε χώρο σχεδιασμένο για τη φύλαξη εγχάρακτου ή έγγραφου υλικού. Τέτοιου είδους τεχνουργήματα ήταν σε χρήση στα ανακτορικά συγκροτήματα βασιλείων της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου, ήδη από τα τέλη της 4ης χιλιετίας. Το περιεχόμενό τους ήταν κατεξοχήν αρχειακού χαρακτήρα, όπως συνθήκες, διατάγματα και νόμοι, υπήρχαν όμως και πινακίδες από άργιλο με έργα λογοτεχνικής αξίας, όπως, λόγου χάριν, το Έπος του Γκιλγκαμές. Η ονομασία που τους δόθηκε είναι συναφής με το υπόστρωμα των γραπτών που θησαύριζαν: Οίκος Πινακίδων και Οίκος Βυβλίων, στους Σουμέριους και τους Αιγύπτιους αντίστοιχα. Από αρχιτεκτονικής απόψεως, να επισημάνουμε ότι δεν υπήρξε ιδιαίτερη μνεία για τον σχεδιασμό και τον εξοπλισμό τους, σύμφωνα πάντα με όσα έχει αποκαλύψει ως σήμερα η αρχαιολογική σκαπάνη, τόσο στην Ανατολή όσο και στον Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό.

Σχεδιασμός αρχειοφυλακίων. Ο σχεδιασμός αρχειοφυλακίων απασχόλησε την αρχιτεκτονική κοινότητα στον ελληνικό κόσμο από τα μέσα της 1ης χιλιετίας, από τότε δηλαδή που άρχισαν να αντικαθίστανται τα εγχάρακτα σε μάρμαρο ή μέταλλο επίσημα κρατικά αρχεία από παπύρινους κυλίνδρους. Το νέο αυτό υλικό υπόστρωμα του βιβλίου υποχρέωσε μάλλον τον Πολυκράτη και τον Πεισίστρατο (6ος π.Χ. αιώνας), τυράννους της Σάμου και των Αθηνών αντίστοιχα, να οργανώσουν τις συλλογές τους με βιβλιοθηκονομικά κριτήρια. Ο Πεισίστρατος μάλιστα είχε έναν πρόσθετο λόγο να ακολουθήσει βιβλιοθηκονομικούς κανόνες, καθώς είναι ο πρώτος που ανέθεσε σε ομάδα φιλολόγων την έκδοση των ομηρικών επών, όχι μόνο για τις ανάγκες των αοιδών κατά τις εορτές των Παναθηναίων, αλλά και για πολιτικούς λόγους, με σκοπό δηλαδή να αντικρούσει τους ισχυρισμούς των Μεγαρέων, οι οποίοι διατείνονταν ότι οι Αθηναίοι εσκεμμένα είχαν αλλοιώσει το απόσπασμα της Ιλιάδος που αναφέρεται στον «Νεών Κατάλογο».

Οίκοι αφιερωμένοι αποκλειστικά στη φύλαξη και ταξινόμηση βιβλίων, μουσικών οργάνων και εποπτικού υλικού, οι οποίοι διέπονταν από βιβλιοθηκονομικούς κανόνες παρεμφερείς με τις σημερινές βιβλιοθήκες, ενσωματώθηκαν αρχικά σε φιλοσοφικές σχολές. Αρχέτυπό τους υπήρξε πιθανότατα η σχολή της Μιλήτου (6ος/5ος π.Χ. αιώνας) και στη συνέχεια του Πυθαγόρα στον Κρότωνα, καθώς και η Ακαδημία του Πλάτωνος και το Λύκειο του Αριστοτέλη στην Αθήνα. Στα κτίσματα αυτά δόθηκε το όνομα «μουσείο», από τις προστάτιδες των γραμμάτων και των τεχνών, τις εννέα Μούσες. Οι οδηγήτριες αυτές θεότητες, που είχαν ορισθεί από τον Απόλλωνα να υπηρετούν όλες τις μορφές της νόησης –την ευγλωττία, την πειθώ, τη σοφία, τα μαθηματικά, την ιστορία, την αστρονομία, το θέατρο, τη μουσική και την υποκριτική–, απεικονίζονταν γλυπτά στο αίθριο της σχολής και περιβάλλονταν από περίοπτη στοά, ενώ στο κτίσμα του μουσείου πρυτάνευε το άγαλμα της θεάς Αθηνάς.

Αλεξάνδρεια. Οι Πτολεμαίοι βασιλείς της Αιγύπτου, από το 297 π.Χ., επεδίωξαν να πραγματοποιήσουν το όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ιδρύοντας μια παν-βιβλιοθήκη στην οποία θησαυρίζονταν τόσο η ελληνική πνευματική παράδοση όσο και αυτή των βασιλείων που τελούσαν υπό την κυριαρχία του. Σε μια πολιτιστική και γλωσσική μεταρρύθμιση, ο Αλέξανδρος θέλησε να καταστήσει την ελληνική κοινή διεθνικά σε όλη την αχανή αυτοκρατορία του, δίνοντας εντολή να μεταγλωττιστούν στα ελληνικά ποικίλου περιεχομένου έργα των Αιγυπτίων, των Βαβυλωνίων και των Χαλδαίων με εθνογραφικό και ιστορικό χαρακτήρα, όπως και δοκίμια που σχετίζονταν με τα κατά τόπους ήθη και έθιμα. Ως κέντρο αυτής της προσπάθειας επιλέχθηκε από τον Πτολεμαίο τον Φιλάδελφο η Αλεξάνδρεια, και πιο συγκεκριμένα οικοδομήθηκε ένα περίφρακτο συγκρότημα οίκων, που αποτελούσε τμήμα των ανακτόρων. Στο πνευματικό αυτό κέντρο πρυτάνευε ένα ναόσχημο κτίσμα, το μουσείο, του οποίου τη διεύθυνση είχε ιερέας των Μουσών.

Πέργαμος. Αμέσως μετά την ανακήρυξη του Αττάλου του Α/ σε βασιλιά της Περγάμου, το 241 π.Χ., τα όρια του βασιλείου επεκτάθηκαν. Στη συνέχεια, με την άνοδο στον θρόνο του Ευμένη Β΄, το 197 π.Χ., η Αυλή της Περγάμου κατέστη εκτός των άλλων και πολιτισμικό κέντρο. Σπουδαίοι άνθρωποι των γραμμάτων, ποιητές και καλλιτέχνες, κλήθηκαν να εργασθούν εκεί, ενώ παράλληλα άρχισε να συγκροτείται μια βιβλιοθήκη με στόχο να συναγωνισθεί αυτήν των Πτολεμαίων. Αποβλέποντας να δώσουν αίγλη στο εγχείρημά τους αυτό, προσπάθησαν –μάταια ωστόσο– να αναθέσουν τη διεύθυνση της βιβλιοθήκης τους σε κάποιο μέλος του Λυκείου, τελικά όμως επέλεξαν για τη θέση αυτή τον στωικό φιλόσοφο Κράτη τον Μαλλιώτη. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τα θεμέλια του συγκροτήματος της βιβλιοθήκης, τα οποία υποδηλώνουν ότι ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός και η τυπολογία είναι παρεμφερή με αυτά του Λυκείου των Αθηνών, αποκαλύφθηκε μάλιστα και το σώμα του αγάλματος της θεάς Αθηνάς το οποίο κοσμούσε την αίθουσα του μουσείου.

 

 

Ρώμη. Η ίδρυση της πρώτης δημόσιας βιβλιοθήκης της Ρώμης ήταν πρωτοβουλία του ίδιου του Ιουλίου Καίσαρα, καθώς κατά τη διαμονή του στην Αλεξάνδρεια αντιλήφθηκε τη σημασία που είχε η Βιβλιοθήκη των Πτολεμαίων, ως κιβωτός τόσο της ελληνικής πνευματικής παράδοσης, όσο και αυτής των λαών που τελούσαν υπό την κυριαρχία του. Με την επιστροφή του στη Ρώμη, ο Καίσαρ ανέθεσε στον Βάρρωνα να ασχοληθεί με τις βιβλιοθηκονομικές προδιαγραφές για την κατασκευή μιας δημόσιας βιβλιοθήκης, όραμα το οποίο πραγματοποίησε τελικά ο πιστός φίλος του Ασίνιος Πολλίων, το 43 π.Χ., έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του. Ο Καίσαρ αποσκοπούσε με την κίνησή του αυτή να καταστήσει τη Ρώμη εκτός από πολιτικό, και πνευματικό κέντρο της πολιτείας και για να εξισώσει τη ρωμαϊκή με την ελληνική γραμματεία, επέβαλε ορισμένες αρχιτεκτονικές καινοτομίες. Ακολουθώντας την ελληνική τυπολογία, σχεδίασε μια διδυμία για να στεγαστεί αντίστοιχα το ελληνικό και το λατινικό τμήμα. Έπαψαν να αποκαλούν το κτίσμα «μουσείο» και άρχισαν να αναφέρονται σε bibliothecae προκειμένου για παρόμοιες κατασκευές· στη θέση μάλιστα του αγάλματος της θεάς Αθηνάς τοποθετήθηκε αρχικά η μορφή του Απόλλωνα και στη συνέχεια και αυτή του αποθεωμένου αυτοκράτορα.

Βιβλιοθήκες. Οι Ρωμαίοι έδωσαν και νέα διάσταση στη χρήση της βιβλιοθήκης, μετατρέποντάς την όχι μόνο σε εστία ανάγνωσης, αντιγραφής και περισυλλογής αλλά και σε καθημερινό τόπο συνάντησης. Μνημειακά συγκροτήματα ανηγέρθησαν στη Ρώμη, στις Αγορές και στις Θέρμες και εξελίχθηκαν σε τόπο συνάντησης τόσο του πνευματικού όσο και του πολιτικού κόσμου. Στις εγκαταστάσεις αυτές προστέθηκαν αμφιθέατρα με βιβλιοθήκες, μια λατινική και μια ελληνική, όπου δίνονταν διαλέξεις και διοργανώνονταν επιδείξεις ρητορικών γυμνασμάτων.

Χριστιανισμός. Με την καθιέρωση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της ανατολικής και της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από το 330 και μετά, όπως τόσα άλλα επιτεύγματα των Εθνικών, έτσι και οι εκατοντάδες βιβλιοθήκες που ήταν διάσπαρτες στα ελληνικά πνευματικά κέντρα της Ανατολής κυριολεκτικά εγκαταλείφθηκαν. Οι Πατέρες της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, που είχαν τον τελικό λόγο σε ζητήματα εκπαίδευσης, για να αποφύγουν τη διδασκαλία των ελευθερίων τεχνών στους απλούς πιστούς, επέβαλαν τα ιερά κείμενα, τις Γραφές κυρίως, ως βασικά εργαλεία μάθησης. Έτσι η ελληνορωμαϊκή λογοτεχνική παράδοση πέρασε στο περιθώριο, σε σημείο που έφθασε ακόμη και να ποινικοποιηθεί! Υπό αυτές τις συνθήκες, θα ηχούσε παράδοξο να συνεχίσουν οι Μούσες να παίζουν τον ρόλο που τους είχε εμπιστευθεί ο Απόλλωνας, ως φορείς της Μνημοσύνης και ως θεραπαινίδες των γραμμάτων και των τεχνών. Ο ευσεβής και πιστός χριστιανός δεν είχε ανάγκη να συμβουλεύεται τους πνευματικούς καρπούς των Εθνικών, καθώς τη σωτηρία της ψυχής του και τη μέθεξη με τον Δημιουργό εξασφάλιζαν η καθημερινή προσευχή, η ανάγνωση της Βίβλου και το κείμενο της Αποκάλυψης. Η αυστηρή τήρηση του κανόνα αυτού, που απέβλεπε στην καλλιέργεια μιας καθολικής χριστιανικής πίστης, είχε ως ακραία συνέπεια την έκδοση αυτοκρατορικών διαταγμάτων που επέβαλλαν ως και θανατική καταδίκη στους παραβάτες, με αποτέλεσμα οι βιβλιοθήκες της Ρώμης, της Καρχηδόνας, της Εφέσου, της Πομπηίας και της Σαγαλασσού να μετατραπούν σε μολυσματικούς τόπους. Από την άλλη μεριά, η συνεχώς πολλαπλασιαζόμενη χριστιανική γραμματεία θεολογικού, λειτουργικού, αλλά και καθαρά λογοτεχνικού περιεχομένου, βρήκε στέγη σε οίκους της Χριστιανοσύνης – σε σκήτες και τόπους αναχώρησης, μέχρι και σε μνημειακά μοναστηριακά συγκροτήματα, επιβλητικούς καθεδρικούς και επισκοπικούς ναούς. Το Καθολικό και η Εκκλησία είναι η επίγεια έδρα του μοναδικού Θεού, ο Οίκος της Σοφίας του, και σύμφωνα με τους Βυζαντινούς, η Ουράνια Βασιλεία ήταν σαν ένα μεγεθυμένο αντίγραφο της Αυτοκρατορικής Αυλής της Κωνσταντινούπολης. Τα αποθετήρια των χριστιανικών βιβλίων δεν είναι πλέον πλουμιστές κατασκευές σε περίτεχνα οικοδομήματα αλλά απλές θήκες βιβλίων, κιβωτοί και σεντούκια, κρύπτες και κόγχες, επαναφέροντας έτσι στο προσκήνιο πρότυπα βιβλιοθηκονομίας της προ-ομηρικής εποχής.

Μεσαιωνικοί χρόνοι. Η εικόνα αυτή παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτη ως τον 12ο αιώνα, οπότε με τη σιωπηλή συγκατάθεση της Εκκλησίας άρχισαν και πάλι να διδάσκονται οι ελευθέριες τέχνες σε σχολικό και πανεπιστημιακό επίπεδο και να προβάλλεται απρόσκοπτα η αριστοτελική φιλοσοφία. Ορισμένα από τα πνευματικά επιτεύγματα αρχαίων συγγραφέων ήρθαν εκ νέου στο προσκήνιο και αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για νέες δημιουργίες, που βασίστηκαν σε δεδομένα διεθνών κανόνων διακυβέρνησης, όπως η Νομική και το Δίκαιο. Ιδρύθηκαν πανεπιστημιακές σχολές σε διάφορες μεγαλουπόλεις της Ιταλίας, όπως η Νεάπολη, το Σαλέρνο, η Μπολόνια και η Πάδοβα, ενώ προς Βορράν η Σορβόνη εξελίχθηκε στο κατεξοχήν σημείο αναφοράς της διεθνικής πανεπιστημιακής κοινότητας.

Το πανεπιστημιακό βιβλίο. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα των σχολών αυτών βασιζόταν σε ορισμένα συγγράμματα και οι φοιτητές ήταν υποχρεωμένοι, πέρα από τις σημειώσεις που κρατούσαν κατά τη διάρκεια των παραδόσεων, να συμβουλεύονται, να σχολιάζουν και να αντιγράφουν τα έργα αυτά. Ωστόσο η οικονομική αδυναμία τους να αποκτήσουν τα απαραίτητα βιβλία οδήγησε τις κατά τόπους πανεπιστημιακές αρχές στο να δημιουργήσουν νέα συστήματα αναπαραγωγής του βιβλίου και κοινούς χώρους ανάγνωσης και αντιγραφής: τις βιβλιοθήκες. Η λειτουργία τους έδειξε ότι έπρεπε να θεσπιστούν αυστηροί βιβλιοθηκονομικοί κανόνες σχετικά με τον δανεισμό κωδίκων, τις ώρες επίσκεψης και εργασίας και τα καθήκοντα του προϊσταμένου, δηλαδή του βιβλιοθηκάριου. Οι πρόχειρες κατασκευές για τη φύλαξη των βιβλίων αντικαταστάθηκαν από ειδικά σχεδιασμένα έδρανα, τα οποία χρησίμευαν ως αναγνωστήρια και βιβλιοστάσια, διατεταγμένα μάλιστα συμμετρικά εκατέρωθεν του διαδρόμου.

Πανεπιστημιακές σπουδές. Οι πανεπιστημιακές σπουδές σε Δύση και Ανατολή δεν περιορίστηκαν σε κοσμικό επίπεδο και δεν αντικατέστησαν μεμιάς τις σχολές που λειτουργούσαν υπό τον απόλυτο ή μερικό έλεγχο της Εκκλησίας, αλλά συνοδοιπόρησαν με τις πολιτικές και εκκλησιαστικές επιταγές, έτσι ώστε ομαλά να συμπεριληφθεί στην εκπαίδευση και το σύνολο της αρχαίας γραμματείας. Λόγου χάριν, η Τέταρτη Σύνοδος του Λατερανού το 1215 απαγόρευσε κάθε είδους διάλεξη σχετικά με τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη.

Απαρχές του ουμανισμού. Συμβολικό και συνάμα ουσιαστικό ορόσημο αυτής της εκπαιδευτικής πολιτικής αποτελεί το 1397, τότε δηλαδή που ο νεοπλατωνικός καγκελάριος της Φλωρεντίας Collucio Salutati θέσπισε επίσημη Έδρα Ελληνικών στο Studium της πόλης του Άρνου, τη διεύθυνση της οποίας εμπιστεύθηκε στον Εμμανουήλ Χρυσολωρά. Ο Χρυσολωράς σύντομα αντιλήφθηκε ότι αδυνατούσε να παράξει έργο χωρίς τα κατάλληλα βιβλία, όμως, σαν από μηχανής θεός, μια εξέχουσα προσωπικότητα της Φλωρεντίας, ο Palla Strozzi, ενίσχυσε ουσιαστικά τη διδασκαλία του Χρυσολωρά, αναθέτοντας σε ειδικούς των ελληνικών γραμμάτων να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη και να αγοράσουν, χωρίς καμία φειδώ, έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Μεταξύ αυτών που αποκτήθηκαν, πολλά ήταν εντελώς άγνωστα στη Δύση, όπως η Πολιτεία του Πλάτωνα, τα Πολιτικά  του Αριστοτέλη και η Μεγάλη Σύνταξις του Πτολεμαίου. Η κίνηση αυτή του Strozzi δεν είχε μόνο συμβολικό χαρακτήρα, καθώς δεν σηματοδότησε απλώς την εκ νέου αναβίωση της ελληνορωμαϊκής πνευματικής παράδοσης, αλλά επανέφερε και τον ρωμαϊκό θεσμό της δίδυμης βιβλιοθήκης, καθώς στον οίκο του θησαυρίστηκαν οι κώδικες σύμφωνα με τα γλωσσικά τους γνωρίσματα: το ελληνικό τμήμα χώρια από το λατινικό.

Η ενέργεια του Strozzi δεν έμεινε χωρίς συνέχεια και ενώ ο πνευματικός κόσμος της Ιταλίας είχε την ευκαιρία να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς τα εξοχότερα πνεύματα της βυζαντινής λογιοσύνης, κατά την περίοδο της Συνόδου της Φερράρας-Φλωρεντίας (1437-1439), ο Λόγος του Πλήθωνα στις όχθες του Άρνου θα κεντρίσει τη σκέψη του Κόζιμο των Μεδίκων. Έτσι, μόλις έναν χρόνο αργότερα, θα προχωρήσει στην ίδρυση της πρώτης δημόσιας βιβλιοθήκης στην Ιταλία και θα προετοιμάσει το έδαφος για τη δημιουργία Ακαδημίας με πρότυπο τη σχολή του Πλάτωνος.

Ο Κόζιμο ανέθεσε τη σχεδίαση της βιβλιοθήκης σε έναν ευφυή αρχιτέκτονα που άκουγε στο όνομα Bartollomeo Michelozzo, με σκοπό αυτή να ενσωματωθεί στο μοναστηριακό συγκρότημα του Αγίου Μάρκου. Ο Michelozzo σχεδίασε μια βιβλιοθήκη ακολουθώντας τις αρχές της ελληνορωμαϊκής παράδοσης: επανέφερε τη ναόσχημη μορφή και τη διαχώρισε σε τρία κλίτη με δύο εγκάρσιες τοξωτές κιονοστοιχίες –σύμφωνα με τα πρότυπα της ναοδομίας της εποχής του–, που οριοθετούν το ελληνικό και λατινικό τμήμα.

Η τυπολογία του Michelozzo έγινε σύντομα κανόνας στους ηγεμονικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους, με αποτέλεσμα σχεδόν όλα τα μοναστηριακά κέντρα να μετατρέψουν τους απρόσωπους θαλάμους σε τρίκλιτες βιβλιοθήκες. Η νέα αυτή αρχιτεκτονική σύλληψη του σχεδίου της βιβλιοθήκης δεν βρήκε αντίλογο στους κόλπους της Εκκλησίας, καθώς από τα μέσα του 15ου αιώνα και μετά είχε γίνει αποδεκτό από τους θεολόγους και τους αξιωματούχους της χριστιανικής θρησκείας ότι η αρχαία γραμματεία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία επιπλέον δημιουργία, η σύλληψη της οποίας πηγάζει από τον Θεό, κάτι που είχε ως επακόλουθο ακόμη και η διδασκαλία του Πλάτωνα να εκλαμβάνεται ως προφητεία της έλευσης του Κυρίου Ημών Χριστού. Προς ενίσχυση αυτής της ιδεολογίας, ηγεμόνες και πρίγκιπες ιταλικών κρατιδίων, ακόμη και πάπες, θέλησαν να προσδώσουν και εικαστική μορφή στη σύζευξη του αρχαίου πνεύματος με το πιστεύω της Χριστιανοσύνης. Λόγου χάριν, καλλιτέχνες της τάξεως των αδελφών Ghirlandaio, του Cesare Nebbia ή του Tiziano και του Veronese ανέλαβαν να αναπαραστήσουν τους δύο αυτούς κόσμους της μυθολογίας και της βιβλικής παράδοσης, σε απόλυτη αρμονία. Τοιουτοτρόπως, σε αντιστοιχία με τον Αδάμ, τον Αβραάμ και τον Μωυσή, εικόνισαν τον Κάδμο και τον Κικέρωνα, και σε αντιπαραβολή με τον Πυθαγόρα και τον Επίχαρμο, απέδωσαν εικαστικά τον Ιωάννη Χρυσόστομο και τον άγιο Ιερώνυμο. Συμπλήρωσαν μάλιστα τις προσωπογραφίες αυτές με ζωγραφικές συνθέσεις που αναφέρονται στις Συνόδους (Κωνσταντινουπόλεως, Χαλκηδόνος και Νικαίας) και σε ιστορικές βιβλιοθήκες, όπως η Εβραϊκή, της Βαβυλώνας, των Ιεροσολύμων, των Αθηνών και της Καισαρείας.

Έχοντας ιχνογραφήσει την πορεία που ακολούθησε ο θεσμός του αρχειοφυλακίου-μουσείου-βιβλιοθήκης διαχρονικά από τα μέσα της νεο-ανακτορικής περιόδου ως τα τέλη περίπου της ιταλικής Αναγέννησης, διαπιστώνουμε πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη είναι η ύλη με το πνεύμα: το πνεύμα προσδιορίζει τη φύση της δημιουργίας με συνιστώσες πολιτικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Από εκεί και πέρα, η αρχιτεκτονική μορφή της βιβλιοθήκης ορίζεται από τον αρχιτέκτονα, που δημιουργεί σύμφωνα με τις κρατούσες κατά εποχή θρησκευτικές επιταγές: πνεύμα που μετουσιώνεται σε ύλη και ύλη που εκφράζει το πνεύμα.

 

Άδεια χρήσης: Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές (CC BY-NC-ND 4.0)
Δικαιώματα: Το λήμμα αποτελεί πρωτότυπη επιστημονική εργασία της ομάδας ανάπτυξης του ψηφιακού χώρου «Περί Βιβλιοθηκών».
Εμφανίζεται στις συλλογές:Αρχιτεκτονική
Προβολή λιγότερων