Η ενσωμάτωση διακοσμητικών στοιχείων σε αίθουσα βιβλιοθήκης που περιείχε κώδικες της χριστιανικής γραμματείας, κυρίως, μαρτυρείται από επιγραφή που διασώθηκε σε μια κολεγιακή βιβλιοθήκη την οποία είχε προγραμματίσει να ανεγείρει ο Πάπας Αγαπητός το 535. Για τον σκοπό αυτό ο Πάπας είχε επιλέξει ένα οίκημα στον Καίλιο Λόφο της Ρώμης, στον οποίο αργότερα ο Πάπας Γρηγόριος ο Μέγας θεμελίωσε ένα μοναστήρι. Ο Αγαπητός φαίνεται ότι είχε μεριμνήσει για τη διαμόρφωση συγκεκριμένης αισθητικής και διακόσμησης της βιβλιοθήκης, όπως βεβαιώνει ο συγγραφέας του κώδικα Einsiedlen, ο οποίος επισκέφθηκε τη Ρώμη τον 9ο αιώνα και διάβασε την ακόλουθη επιγραφή:
SANCTORVM VENERANDA COHORS SEDET ORDINE LONGO
DIVINAE LEGIS MYSTICA DICTA DOCENS
HOS INTER RESIDENS AGAPETVS IVRE SACERDOS
CODICIBVS PVLCHRVM CONDIDIT ARTE LOCVM
GRATIA PAR CVNCTIS SANCTVS LABOR OMNIBVS VNVS
DISSONA VERBA QVIDEM SED TAMEN VNA FIDES
Οι στίχοι αυτοί υπονοούν, αναμφισβήτητα, ότι η αίθουσα εκοσμείτο με σειρά από πορτρέτα των Πατέρων της Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων και αυτό του Αγαπητού. Το σχέδιο του Πάπα όμως διακόπηκε με τον απρόσμενο θάνατό του (535), και συνεχίσθηκε, κατά κάποιον τρόπο, από ένα προσφιλές του πρόσωπο, τον Κασσιόδωρο, στο Βιβάριο πλέον.
Είναι αλήθεια πως τα ιερά κείμενα, δηλαδή η Αγία Γραφή, η Παλαιά και Νέα Διαθήκη, τα Μαρτυρολόγια, τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, τα ασκητικά και αναχωρητικά συγγράμματα, όπως και οι μοναστηριακοί κανόνες, μιλούσαν για συνθήκες πενίας υπό τις οποίες όφειλε να ζει κάθε πιστός, και ιδιαίτερα ο μοναχός, με σκοπό να ταυτιστεί με τον βίο και τα πάθη του Χριστού. Υπό το πρίσμα αυτό, κάθε άλλο κτίσμα πλην του ναού στον οποίο κατοικεί ο Κύριος και ο οποίος πρέπει να υμνείται νυχθημερόν –στο μέτρο των δυνατοτήτων κάθε χριστιανικής κοινότητας–, οποιαδήποτε άλλη πολυτέλεια, δεν εξέφραζε παρά την ανθρώπινη ματαιοδοξία.
Σε αντιστοιχία με τη λαμπρή ναοδομία, που δηλώνει τη διάθεση των πιστών να υμνούν τον Κύριο μέσα σε χώρους που αναδεικνύουν το Βασίλειο των Ουρανών, πλούσια διακόσμηση έφεραν και οι βιβλικοί κώδικες αλλά και τα κάθε λογής χριστιανικά συγγράμματα, που απαθανάτιζαν σε ζωγραφικές συνθέσεις εξαιρετικής τέχνης σκηνές και πρωταγωνιστές της Βίβλου και κατά κανόνα τους Ευαγγελιστές. Δεν είναι λίγες, πάλι, οι περιπτώσεις που κοσμικοί αξιωματούχοι, οι οποίοι κατείχαν ύψιστες θέσεις και επηρέαζαν αποφασιστικά τις τύχες των υπηκόων τους, εικονογραφήθηκαν παραβολικά με σύμβολα ηθικής και ανδρείας από την Παλαιά Διαθήκη, όπως ο Καρλομάγνος, ο οποίος εικονογραφήθηκε στο Χρυσό Ψαλτήρι του St. Gallen σε ένα μνημειακό ελληνοπρεπές αρχιτεκτονικό περιβάλλον ως Δαβίδ.
Ένα άλλο στοιχείο που υπήρξε αιτία για τη διαμόρφωση θαλάμου που να λειτουργεί ως βιβλιοθήκη στα μοναστηριακά κέντρα ήταν και ο Κανόνας των Βενεδικτίνων, ο οποίος αναφέρεται απλώς στην επιβεβλημένη ανάγνωση των ιερών κειμένων από τους μοναχούς και στον σεβασμό που έπρεπε να επιδεικνύουν στο υλικό υπόστρωμα του βιβλίου. Μόνο από τον 10ο αιώνα και μετά γίνεται αναφορά στον ρόλο του βιβλιοθηκάριου στη μοναστηριακή ζωή της Δύσης, που, εκτός του να φροντίζει και να συντηρεί τα βιβλία, έπρεπε να μεριμνά ώστε να υπάρχουν διαθέσιμα πολλαπλά αντίγραφα για τις ανάγκες της καθημερινής προσευχής και της Θείας Λειτουργίας. Είναι βέβαιο επίσης ότι η κωδικογραφική δραστηριότητα σε πολλά και επώνυμα μοναστήρια, όπως στην Corbie, στο Reichenau ή στο Bobio, δεν εξασκήθηκε αποκλειστικά σε χώρους σχεδιασμένους με αρχιτεκτονικές προδιαγραφές, στο λεγόμενο scriptorium δηλαδή. Πολλοί κώδικες αντιγράφονταν στα κελιά των μοναχών και είναι εξακριβωμένο ότι συχνά περνούσαν από χέρι σε χέρι, ιδιαίτερα στην περίπτωση που έπρεπε να συμπληρωθούν και να καλλωπιστούν μικρογραφικά ή και να σταχωθούν με πολυτελή υλικά, ειδικότητες μάλιστα που ενίοτε έβρισκε κανείς εκτός μονής.
Οι πρώτοι χώροι που χρησιμοποιήθηκαν για την αποθήκευση βιβλίων στα αββαεία και στα μοναστηριακά κέντρα ήταν τα λεγόμενα σκευοφυλάκια, τα οποία εντοπίζονται και στους καθεδρικούς και επισκοπικούς ναούς, όπως και στα παρεκκλήσια των ηγεμονικών αυλών. Επρόκειτο για έναν ασφαλιζόμενο ή μη θάλαμο, όπου φυλάσσονταν και πολύτιμα σκεύη, άμφια και κάθε λογής αφιερώματα. Εκεί θησαυρίζονταν η Βίβλος, τα Ευαγγέλια και το Ψαλτήριο, όπως και κάθε άλλο βιβλίο που εξυπηρετούσε το τυπικό της Θείας Λειτουργίας. Κώδικες εκκλησιαστικού περιεχομένου είχαν στη διάθεσή τους για προσωπική χρήση και οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, ηγούμενοι και άλλοι, όπως και τιτλούχοι της κοσμικής ζωής (Αρχιτ., 228-231).