Βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Ζωγράφου

Θέση. Η Ιερά Μονή Ζωγράφου βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της αθωνικής χερσονήσου, αθέατη από τη θάλασσα, σε δασώδη πλαγιά. Το πυργωτό νεώριο της μονής είναι το πρώτο που συναντά όποιος ταξιδεύει από την Ουρανούπολη για τη Δάφνη. Από εδώ ξεκινάει ο δρόμος που κινείται πλάι στην κοίτη ρέματος μέσα σε καταπράσινη ρεματιά και μετά από μία ώρα ο πεζοπόρος καταλήγει στη δασώδη πλαγιά του Μεγάλου Ζυγού, όπου, κοντά στο χείλος βαθιάς χαράδρας, ορθώνεται επιβλητικό το μοναστήρι.

Η μονή Ζωγράφου κατέχει την ένατη θέση στην ιεραρχία των είκοσι μονών του Αγίου Όρους.

Ίδρυση και εξέλιξη. Κατά την παράδοση κτίστηκε τον 10ο αιώνα, στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, και ιδρυτές της ήταν τρεις κατά σάρκα αδελφοί, οι μοναχοί Μωυσής, Ααρών και Ιωάννης, γιοι του βασιλιά της Αχρίδας Ιουστινιανού. Λόγω διαφορών μεταξύ τους για το όνομα της μονής, άφησαν στον ναό ξύλινη πλάκα, στην οποία σχηματίστηκε η εικόνα του αγίου Γεωργίου, στον οποίο και αφιερώθηκε το μοναστήρι. Η αχειροποίητη εικόνα του αγίου σώζεται μέχρι σήμερα. Η διήγηση αυτή σώζεται στα ελληνικά και στα βουλγαρικά. Το κείμενο περιγράφει την ιστορία της μονής από το 919 έως το 1371 και το κάνει με μυθιστορηματικό τρόπο, χωρίς ιστορικές μαρτυρίες. Συνενώνει πρόσωπα που έζησαν σε διαφορετικές εποχές και χώρες ή που δεν είχαν ποτέ κοινή δραστηριότητα. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η αναφορά σε ένα «χρυσόβουλο» «υπογεγραμμένο» ταυτόχρονα από τέσσερις βασιλείς που έζησαν από τον 10ο μέχρι τον 14ο αιώνα (π.χ. Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός, † 912, Ιωάννης Ούγκλεσης, †1371).

Στερεότερο έρεισμα για την ιστορία των απαρχών της μονής είναι η έμμεση μνεία στο Τυπικό του Τσιμισκή του 972, όπου ανάμεσα στους προεστώτες που υπογράφουν αναφέρεται και ο «Γεώργιος ο Ζωγράφος». Εκτιμάται ότι η χρονολογία συμπίπτει με την ίδρυσή της. Είναι πιθανόν ότι το πρόσωπο αυτό, με την ιδιότητα του ζωγράφου που φαίνεται να είχε, έδωσε στη μονή την επωνυμία της και καθόρισε την αφιέρωσή της στον άγιο Γεώργιο, του οποίου το όνομα έφερε.

Αρχικά, η μονή Ζωγράφου ήταν ελληνική και όλοι οι εκπρόσωποί της υπέγραφαν ελληνιστί. Ο πρώτος γνωστός ηγούμενος που υπογράφει σλαβικά είναι ο Συμεών, το έτος 1169. Κατά την περίοδο μεταξύ του 1051, που υπάρχει υπογραφή στα ελληνικά του ηγουμένου της μονής Ιωάννη, και του 1169, η μονή είτε επανδρώθηκε από μοναχούς βουλγαρικής καταγωγής είτε παραχωρήθηκε σε αδελφότητά τους. Πάντως, μετά τον Συμεών οι ηγούμενοι υπογράφουν στα σλαβικά.

Έως τα τέλη του 12ου αιώνα η μονή ήταν απλό μονύδριο που δεν ξεχώριζε ιδιαίτερα. Για πρώτη φορά το 1192, με την ευεργεσία του Ιωάννη Καλιμάν, εκδηλώνεται το ενδιαφέρον των βασιλέων της Βουλγαρίας, γεγονός που ενθαρρύνει την προσέλευση βουλγαρόφωνων μοναχών στον Άθωνα και την αλλαγή του χαρακτήρα της μονής. Σημαντικότερος προστάτης της την περίοδο αυτή αναδείχθηκε ο Ιωάννης Β΄ Ασέν (1218–1241), που μνημονεύεται μέχρι σήμερα ως κτίτορας, πράγμα που σημαίνει ότι στα χρόνια του επήλθε ριζική μεταβολή στον χαρακτήρα της και εκδηλώθηκε ο δυναμισμός της. Μεταξύ των Βυζαντινών που την προστατεύουν περιλαμβάνεται η Μαρία Τζουσμένη (1142), κόρη του αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνού. Από το σχετικό έγγραφο μαθαίνουμε πως τα προηγούμενα χρόνια είχαν ευεργετήσει τη μονή ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081–1118) και ο αδελφός του Μανουήλ. Επίσης, η μονή ενισχύθηκε επανειλημμένα από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1259–1282), ο οποίος εξέδωσε πολλά έγγραφα υπέρ της (1266, 1267, 1276). Το όνομά του όμως συνδέθηκε με την επέλαση των φιλενωτικών σε διάφορες μονές του Αγίου Όρους, μεταξύ των οποίων και η Ζωγράφου. Σε όλα τα μοναστήρια του Άθωνα τιμώνται ως μάρτυρες τα 26 θύματα του εμπρησμού της μονής που πρόβαλαν αντίσταση κατά την επιδρομή αυτή (1279/1280). Προκειμένου να αποκατασταθούν οι ζημιές οι επόμενοι Παλαιολόγοι, Ανδρόνικος Β΄ (1282–1328), Ανδρόνικος Γ΄ (1328–1341) και Ιωάννης Ε΄ (1341–1376), ενίσχυσαν σημαντικά το μοναστήρι. Το ίδιο έκαναν και ο Μιχαήλ Γ΄ Ασέν (1280–1330) της Βουλγαρίας καθώς και ηγεμόνες της Σερβίας και της Μολδαβίας. Από τους Σέρβους βασιλείς τη μονή ευεργέτησαν κυρίως ο Στέφανος Δουσάν (1331–1355) και ο Ιωάννης Ούγκλεσης (1350–1371).

Στην αρχή της οθωμανικής κατοχής έλαβε γενναία επιχορήγηση από τους παραδουνάβιους ηγεμόνες. Από τον Μέγα Στέφανο της Μολδαβίας (1457–1504), σύζυγο της Μαρίας Ασανίνας Παλαιολογίνας, που έχτισε και τον πύργο του αρσανά, και αργότερα από τη Ρωξάνδρα, σύζυγο του ηγεμόνα της Μολδαβίας Αλεξάνδρου Δ΄ Λαπουσνεάνου (1563–1568). Ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Βασίλειος Λούπος (1634–1653) της πρόσφερε το 1651 το μετόχι Ντομπροβέτσι στη Μολδαβία και λίγο αργότερα ο Μέγας Πέτρος παραχώρησε άδεια για ζητεία ανά πενταετία. Απέκτησε μεγάλο μετόχι επίσης στη Βεσσαραβία, όχι μακριά από το Κίεβο και διατήρησε τα παλιά μετόχια της στη Θάσο, την Καλαμαριά, την Κασσάνδρα και την Ορμύλια. Το 1764 κατέβαλε φόρο 399 γρόσια για τα αγροκτήματά της. Το 1808 εγκαταβίωναν 132 μοναχοί, από τους οποίους οι 94 εντός των τειχών.

Στη Ζωγράφου επικρατούσε πάντοτε αδελφικότητα στις σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων, των Σέρβων και των Βουλγάρων ή βουλγαροφώνων, που συγκοινοβίαζαν στη μονή. Μέχρι το 1845 μάλιστα οι μοναχοί έψαλλαν τις ακολουθίες εναλλάξ στην ελληνική και την εκκλησιαστική σλαβική. Έκτοτε επικράτησε και σε αυτήν ο φυλετισμός και έτσι επιβλήθηκε πλήρως η σλαβονική στις ακολουθίες και η βουλγαρική στην επικοινωνία.

Κατά την περίοδο από το 1862 έως το 1896, χωρίς να έχει υποστεί ζημίες από πυρκαγιές, ανοικοδομήθηκε ολοκληρωτικά, ώστε να διευρυνθεί το εμβαδόν της. Απέκτησε μεγαλοπρεπείς οικοδομές στη βόρεια, τη δυτική και τη νότια πτέρυγα, καθώς και νέο πυλώνα, νέα τράπεζα και νέα παρεκκλήσια.

Η μονή Ζωγράφου είναι κοινοβιακή από το 1850 με σιγίλιο του πατριάρχη Ανθίμου Δ΄ Βαμβάκη. Πρώτος ηγούμενος ψηφίστηκε ο Ιλαρίων. Στη συνέχεια ακολούθησαν ενισχύσεις από διάφορες επιτροπές της Βουλγαρίας και αργότερα από το νεοϊδρυμένο βουλγαρικό κράτος. Η μονή διογκώθηκε και πλούτισε τόσο πολύ, ώστε στις αρχές του 20ού αιώνα να είναι η ανθηρότερη οικονομικά στο Άγιον Όρος μετά τη ρωσική μονή του Αγίου Παντελεήμονα. Απέκτησε νέα, πολυτελή οικοδομήματα, κυρίως στη βόρεια και τη δυτική πτέρυγα, και έγινε κέντρο της βουλγαρικής πνευματικής κίνησης.

Μετά την απελευθέρωση της περιοχής από τους Τούρκους, αποβιβάστηκε στη Δάφνη πλοίο υπό τον πλοίαρχο Παπαγεωργίου, στον οποίο παραδόθηκαν άνευ όρων όλες οι τουρκικές δυνάμεις. Το πρώτο επεισόδιο μετά την απελευθέρωση του Αγίου Όρους (2.11.1912) προκλήθηκε από τους Βουλγάρους, όταν ζητήθηκε να επιτραπεί σε βουλγαρικό λόχο η επίσκεψη για προσκύνημα στη μονή Ζωγράφου. Σκοπός τους όμως ήταν η μόνιμη εγκατάσταση. Ύψωσαν τη βουλγαρική σημαία και παρέμειναν στη μονή μέχρι την έκρηξη του ελληνοβουλγαρικού πολέμου, την άνοιξη του 1913. Το βουλγαρικό αυτό στρατιωτικό τμήμα, που στο μεταξύ είχε ενισχυθεί, αρνήθηκε να παραδοθεί σε μονάδα του ελληνικού στόλου και κατέπλευσε στην παραλία της μονής, γιατί είχε τη βεβαιότητα ότι ο βουλγαρικός στρατός θα νικούσε, οπότε θα καταλάμβανε ολόκληρο το Άγιον Όρος. Μετά από πολιορκία για αρκετό διάστημα, κάμφθηκε το ηθικό και ο λόχος παραδόθηκε και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στον Πειραιά.

Ακολούθησε περίοδος παρακμής. Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος επηρέασε ιδιαίτερα τη μονή Ζωγράφου. Σχεδόν όλα της τα περιουσιακά στοιχεία κατασχέθηκαν, ενώ η υποτίμηση του νομίσματος εκμηδένισε τις τραπεζικές της καταθέσεις.

Οι δωρεές του Βούλγαρου τσάρου Βόρις Γ΄ (1918–1943) στη δεκαετία του 1930 την έσωσαν από την ανέχεια. Μεταξύ άλλων ο Βόρις πρόσφερε ακίνητα και οικόπεδα στο κέντρο της Σόφιας και της Φιλιππούπολης. Το 1946 στη Βουλγαρία εγκαθιδρύθηκε η μονοκομματική Λαϊκή Δημοκρατία, που τελικά δήμευσε την περιουσία της μονής. Παράλληλα, άρχισε να μειώνεται το ανθρώπινο δυναμικό της. Το 1915 η μονή αριθμούσε 160 μοναχούς, το 1933 100, το 1945 περί τους 50, το 1956 περί τους 30 και το 1974 12. Επιπλέον, το 1976 κάηκε η νότια πτέρυγά της και παρέμεινε έτσι για περισσότερα από 20 χρόνια.

Η μονή επανδρώθηκε από Βούλγαρους μοναχούς κατά την περίοδο 1970–1980, οι οποίοι βρήκαν εκεί μια μικρή αδελφότητα ηλικιωμένων και ασθενικών μοναχών, τα κτίρια της μονής παραμελημένα και πολλά ερειπωμένα, ενώ δεν υπήρχε ούτε δρόμος για το λιμάνι. Σταδιακά, με μεγάλο αγώνα, η μονή άρχισε να ανακάμπτει. Επί ηγουμένου Ευθυμίου (†1994) έγιναν πολλές ανακαινίσεις (νοσοκομείο, φούρνος, δυτική πτέρυγα, ηγουμενείο, κοιμητηριακός ναός και διάφορα εξαρτήματα). Ακολούθησε η αποκατάσταση της παλιάς αποθήκης (1997), της καμένης νότιας πτέρυγας (1999), των ξενώνων κλπ.

Σήμερα ηγούμενος είναι ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος και η δύναμή της ανέρχεται στους 45 μοναχούς.

Το καθολικό της μονής Ζωγράφου είναι κτισμένο κάθετα στον άξονα της αυλής και τη χωρίζει σε δύο τμήματα. Οικοδομήθηκε το 1801, πάνω στα ερείπια παλαιότερου καθολικού του 16ου αιώνα. Είναι αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο. Το 1817 ο ναός ιστορήθηκε με τοιχογραφίες. Αργότερα, το 1840, προστέθηκε ο υαλόφρακτος εξωνάρθηκας. Στον προνάρθηκα βρίσκονται τοποθετημένοι τέσσερις μαρμάρινοι θρόνοι του 1818. Το εικονοστάσιο και η Αγία Τράπεζα είναι ξυλόγλυπτα και επιχρυσωμένα.

Στα τρία προσκυνητάρια του κυρίως ναού υπάρχουν παλαιές εικόνες του αγίου Γεωργίου, ιστορικής και λατρευτικής αξίας. Μεγάλης λατρευτικής αξίας είναι και η εικόνα της «Επακούουσας» (14ος αι.), που φυλάσσεται στο Ιερό Βήμα. Επίσης, η «Προαγγελλομένη» ή «Ακάθιστος», η οποία ειδοποίησε τον μοναχό που της διάβαζε τον Ακάθιστο Ύμνο ότι πλησίαζαν πειρατές και του παράγγειλε να ενημερώσει τους μοναχούς. Η εικόνα προπορεύθηκε και ακολούθησε ο μοναχός.

Σκευοφυλάκιο. Το Σκευοφυλάκιο της μονής Ζωγράφου βρίσκεται στον προτελευταίο όροφο του πύργου της εισόδου, στη βόρεια πτέρυγα της μονής, κάτω από τη Βιβλιοθήκη και το παρεκκλήσι των 26 Μαρτύρων. Εκεί φυλάσσονται διάφορα κειμήλια, ιερά σκεύη, εικόνες, άμφια, καθώς και ξυλόγλυπτοι σταυροί διαφόρων εποχών.

Εικονοφυλάκιο. Η μονή δεν διαθέτει ειδικό χώρο για το Εικονοφυλάκιο. Οι εικόνες φυλάσσονται στο παρεκκλήσι των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, ενώ οι προσκυνηματικές εικόνες βρίσκονται στο Ιερό Βήμα του καθολικού. 

Από τους λογίους της μονής αναφέρουμε τον Ιάκωβο Μπλονίτσκι (1711–1774), δάσκαλο στη Μόσχα, όπου εργαζόταν με άλλους για νέα έκδοση της σλαβικής Βίβλου. Εγκατέλειψε ατελή τη μετάφρασή του και ταξίδεψε απροειδοποίητα στο Άγιον Όρος. Έζησε δέκα χρόνια στη μονή Ζωγράφου, συνεχίζοντας τις μελέτες του στα ελληνικά και σλαβικά γράμματα. Εδώ συνέταξε λεξικά (ελληνοσλαβικό, σλαβοελληνικό και λατινοσλαβικό), καθώς και εγχειρίδια γραμματικής.

Βιβλιοθήκη. H Βιβλιοθήκη της μονής Ζωγράφου στεγάζεται στον πύργο της εισόδου, στη βόρεια πτέρυγα, δίπλα στο παρεκκλήσι των 26 Μαρτύρων.

Ο Βασίλι Μπάρσκι, όταν επισκέφτηκε το 1744 τη μονή, διαπίστωσε ότι «βιβλία δεν έχουν πολλά εκτός από εκκλησιαστικά, γιατί ο βουλγαρικός λαός είναι πολύ απλοϊκός και καθόλου βιβλιόφιλος, μολονότι υπήρχαν χειρόγραφα που κατά την ερήμωση της μονής ή κάηκαν ή σκορπίστηκαν».

Ο περιηγητής Ρόμπερτ Κέρζον την επισκέφτηκε το 1837. Επισημαίνει πως τα χειρόγραφά της είναι νεότερα και γραμμένα στα βουλγαρικά και πως δεν υπάρχουν κώδικες στα ελληνικά.

Ο Ρώσος καθηγητής Βίκτορ Γρηγόροβιτς επισκέφτηκε τη μονή δύο φορές, το 1844 και το 1845. Την πρώτη φορά κατόρθωσε να δει μόνο το περίφημο Ευαγγέλιο γραμμένο στο γλαγολιτικό αλφάβητο και πέντε χρυσόβουλα που του έδειξε ο μοναχός Ανατόλιος. Οι μοναχοί μάλιστα του είπαν πως η βιβλιοθήκη είχε καταστραφεί από τους Τούρκους τη δεκαετία του 1830 και ό,τι απέμεινε από αυτήν οι αδαείς μοναχοί της το έκαψαν. Στη δεύτερη επίσκεψή του η βιβλιοθήκη άνοιξε, αλλά διαπίστωσε πως όντως δεν υπήρχαν εκεί βιβλία, αλλά ό,τι υπήρχε βρίσκονταν στο σκευοφυλάκιο, στη δυτική πτέρυγα της μονής, σε ένα εξαιρετικά ακάθαρτο και υγρό δωμάτιο. Του φάνηκε μάλιστα παράδοξο που από τη μια μεριά τα βιβλία ήταν σε τέτοια κατάσταση και από την άλλη οι μοναχοί παραπονούνταν για την αφαίρεση αυτών των θησαυρών από τους περιηγητές. Μπόρεσε και μελέτησε με άνεση τα χειρόγραφα και τα έντυπα, που τα ανάγει στα εκατό, και συνέταξε έναν μικρό κατάλογο 35 χειρογράφων, χωρίς χρονολόγηση και λεπτομερή περιγραφή. Ασχολήθηκε όμως ιδιαίτερα με το Ευαγγέλιο του 10ου αιώνα. Έφυγε απογοητευμένος από τη μονή Ζωγράφου, γιατί η βιβλιοθήκη της δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του.

Η δημοσίευση των αποτελεσμάτων της έρευνάς του το 1848 κίνησε το ενδιαφέρον των σλαβολόγων, που στράφηκαν στην αναζήτηση σλαβικών χειρογράφων στο Άγιον Όρος. Έτσι, το 1852, ο Βούλγαρος Ι. Δημήτριεφ-Πετκόφσκι ταξίδεψε στο Άγιον Όρος και ξεκίνησε την έρευνα στις αθωνικές βιβλιοθήκες για να ανακαλύψει και να μελετήσει τα σλαβικά χειρόγραφα. Αναφέρει πως η μονή Ζωγράφου διαθέτει 200 χειρόγραφα, από τα οποία τα 20 περγαμηνά, και επιμένει στο γλαγολιτικό Ευαγγέλιο του 10ου αιώνα, στον Απόστολο του 1359, σε μια Οκτώηχο της ίδιας εποχής, στο Λειτουργικό του Ευθυμίου, σε ένα Μηναίο του 1512 και σε κάποια χρυσόβουλα και άλλα έγγραφα.

Επίσης ο Πέτρος Σεβαστιάνοφ (1811–1867), σε κάποιο από τα ταξίδια του (1852, 1857–1860) εργάστηκε στη μονή Ζωγράφου. Μαζί του πήρε άγνωστο αριθμό χειρογράφων, καθώς και το πολυτιμότερο κειμήλιό της, το γλαγολιτικό Ευαγγέλιο του 10ου αιώνα, που οι μοναχοί το έστειλαν δώρο στον τσάρο Αλέξανδρο Β΄.

Τα χειρόγραφα και τα έντυπα της μονής Ζωγράφου απασχόλησαν τον Ρώσο αρχιμανδρίτη Λεονίντ Καβελίν (1822–1891). Το 1867 δημοσίευσε σύντομη περιγραφή της μονής και έκανε γνωστές ορισμένες άγνωστες μέχρι τότε πληροφορίες σχετικά με το Αρχείο και τη Βιβλιοθήκη. Στο τελευταίο τμήμα του βιβλίου του αναφέρεται στη Βιβλιοθήκη και στην εισβολή κατά την επανάσταση του 1821 των αρναούτηδων, οι οποίοι άλλα χειρόγραφα κατέστρεψαν και άλλα πούλησαν. Οκτώ χρόνια αργότερα ο Λεονίντ ασχολήθηκε ξανά με τη βιβλιοθήκη της μονής, αυτή τη φορά με αφορμή το χαμένο Ευχολόγιο του Ντράγκαν (9ος–10ος αι.), γραμμένο στα γλαγολιτικά, το οποίο αναζητούσε.

Το 1880 επισκέφτηκε τη μονή ο Πορφύριος Ουσπένσκι (1804–1885), ο οποίος κάνει λόγο για την ύπαρξη 49 χειρογράφων, μεταξύ τους και μερικά στα ελληνικά. Κατά τη συνήθη τακτική του, ο Ουσπένσκι αφαίρεσε φύλλα από χειρόγραφα που τον ενδιέφεραν.

Το ενδιαφέρον για τη μελέτη των χειρογράφων της μονής Ζωγράφου ήταν ιδιαίτερα ζωηρό κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Ενδεικτικά ας αναφερθεί ο Ρώσος φιλόλογος και παλαιογράφος Π. Λαβρόφ (1856–1929), που ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη της μονής ένα πολύτιμο παλαιοβουλγαρικό απόσπασμα των Ὅρων κατὰ πλάτος του Μεγάλου Βασιλείου, του 11ου αιώνα, ή ο Αργυρόφ (1870–1939), που ασχολήθηκε μεταξύ άλλων και με τη σλαβοβουλγαρική ιστορία του Παϊσίου.

Το καλοκαίρι του 1902 εργάστηκε στη Ζωγράφου ο Βούλγαρος Α. Στοΐλοφ (1869–1928), ο οποίος καταμέτρησε 257 συνολικά χειρόγραφα και συνέταξε τον πρώτο κατάλογο των χειρογράφων της μονής, τον οποίο δημοσίευσε αργότερα.

Ο Ιορντάν Ιβάνοφ, το 1906, μετά από την έρευνα στη βιβλιοθήκη, ανακάλυψε τον παλαιό σλαβικό βίο του Ναούμ Αχρίδος (10ος αι.), αναγνώρισε ως αυθεντικό το χειρόγραφο της Ιστορίας του Παϊσίου, ανακάλυψε την πρώτη σλαβική μετάφραση του βίου του Κλήμεντος Αχρίδος, προσδιορίζοντας ως συντάκτη τον Δημήτριο Χωματιανό, και δημοσίευσε πολλά λειτουργικά και αγιολογικά κείμενα.

Το 1907 επισκέφτηκε τη μονή ο Ρώσος σλαβολόγος Γρηγόριος Ιλίνσκυ (1876–1927) και παρέμεινε εκεί για δέκα ημέρες μελετώντας τα χειρόγραφά της. Αργότερα εξέδωσε κατάλογο, ο οποίος περιλαμβάνει 184 συνολικά χειρόγραφα από τον 13ο έως τον 17ο αιώνα.

Τα σλαβικά χειρόγραφα την μονής Ζωγράφου απασχόλησαν και άλλους επιστήµονες κατά τον Μεσοπόλεμο, όπως τον Π. Ντινέκοφ, τον Ιβάν Ντούιτσεφ, τον Μ. Κοβάτσεφ, τον Β. Ζαχάριεφ, τον πατριάρχη Κύριλλο κ.ά. Ακόμη, ενδιαφέρον για την καταλογογράφηση των χειρογράφων της μονής Ζωγράφου έδειξε το Ινστιτούτο Φιλολογίας της βουλγαρικής Ακαδηµίας των Επιστημών. Η εργασία αυτή ανατέθηκε σε δύο ιδρύματα: στο Εκκλησιαστικό Ιστορικό Αρχείο του βουλγαρικού Πατριαρχείου της Σόφιας και στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών Θεσσαλονίκης. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής το καλοκαίρι του 1978 συνεργάτες των δύο ιδρυμάτων εργάστηκαν για την καταλογογράφηση και ταξινόμηση των σλαβικών χειρογράφων της μονής.

Το 2009 η μονή ξεκίνησε ένα ευρείας κλίμακας πρόγραμμα προληπτικής αποκατάστασης και συντήρησης χειρογράφων, παλαιών έντυπων βιβλίων και νέων εκδόσεων, καθώς και ολόκληρου του αρχείου της.

Αρχείο. Το Αρχείο της μονής Ζωγράφου περιέχει πάνω από 200.000 έγγραφα από τον 10ο αιώνα έως τις μέρες μας. Τα έγγραφα του αρχείου πριν από το 2009 βρίσκονταν σε τουλάχιστον τρία διαφορετικά δωμάτια, χωρίς ιδιαίτερη ταξινόμηση.

Ο Βούλγαρος λόγιος Βασίλ Απρίλοβ τύπωσε στην Οδησσό το 1845 βιβλίο με τον τίτλο Болгарские грамоты собранные, переведенные на русский язык и объясненная [=Συλλογή βουλγαρικών εγγράφων, που μεταφράστηκαν και σχολιάστηκαν στα ρωσικά], στο οποίο, μεταξύ άλλων, εκδόθηκαν και δύο έγγραφα από το Αρχείο Ζωγράφου (1192 & 1371), μαζί με τις ρωσικές μεταφράσεις τους και τα συνοδευτικά σχόλια.

Ο Πάβελ Σαφαρίκ (1795–1861), φιλόλογος, γλωσσολόγος και ποιητής σλοβακικής καταγωγής, δημοσίευσε έργο για τα μνημεία της αρχαίας γραμματείας των Νότιων Σλάβων (Památky dřevního pisemnictví Jihoslovanů) το 1851 στην Πράγα (μεταθανάτια ανατύπωση το 1873). Πρόκειται για συλλογή με ιδιαίτερα μεγάλη επιρροή. Σε αυτή περιλαμβάνονταν τέσσερα σερβικά και τέσσερα βουλγαρικά έγγραφα από το Χιλανδάρι και τη Ζωγράφου.

Ο φιλόλογος, παλαιογράφος και εθνολόγος Ισμαήλ Σρεζνέφσκι (1812–1880) δημοσίευσε αρκετά βουλγαρικά έγγραφα από τα αρχεία Ζωγράφου και Χιλανδαρίου στη Συλλογή του Γλωσσικού Τμήματος της ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών το 1879.

Ο Ρώσος φιλόλογος Γκριγκόρ Ιλιίνσκι, που σπούδασε στην Αγία Πετρούπολη, την Πράγα και τη Βιέννη, στις αρχές του 20ού αιώνα επισκέφτηκε το Άγιον Όρος περνώντας τον περισσότερο χρόνο του στη μονή Ζωγράφου. Στη μελέτη του Gramoty bolgarskikh tsarei [=Πράξεις των Βουλγάρων τσάρων] (Μόσχα 1911) περιλαμβάνονται όλες οι (τότε γνωστές) αυθεντικές πράξεις για τον Άθω των Βούλγαρων ηγεμόνων, μαζί με εμπεριστατωμένη φιλολογική και παλαιογραφική ανάλυσή τους.

Στο μεταξύ, το 1907, στη σειρά Actes de l’Athos, δημοσιεύτηκαν 67 ελληνικά και 13 σλαβικά έγγραφα από το αρχείο της μονής. Επίσης, ο ιστορικός K. Παυλικιάνωφ δημοσίευσε το 2018 τα σλαβικά έγγραφα από τον 15ο έως τον 18ο αιώνα, όπου απαριθμεί 41 και περιγράφει 35.

Το μοναστήρι διατηρεί μια σημαντική συλλογή οθωμανικών εγγράφων (με περίπου 800 έγγραφα από τον 15ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα), τα οποία φωτίζουν διαφορετικές πτυχές της ιστορίας του στα χρόνια της τουρκοκρατίας.

Η μεγάλη ποικιλία των οθωμανικών εγγράφων της μονής μαρτυρεί τον ενεργό ρόλο της αδελφότητάς της στις διαπραγματεύσεις με τις οθωμανικές αρχές σε όλα τα επίπεδα των γραφειοκρατικών δομών. Τα έγγραφα αυτά διευκρινίζουν ζητήματα σχετικά με το γενικό καθεστώς του Αγίου Όρους εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα προνόμια που παραχωρήθηκαν στη μονή από τους Οθωμανούς σουλτάνους, την ενσωμάτωση των μοναστηριακών περιουσιών στο οθωμανικό καθεστώς γης, τη φορολόγηση των μοναστηριακών γαιοκτημάτων, την επέκταση των μοναστηριακών κτήσεων με αγορά ή δωρεά και κληροδοσία εκ μέρους της εκκλησίας και, τέλος, την εξασφάλιση ιδιοκτησίας επί αμφισβητούμενων εκτάσεων.

Στο Αρχείο της μονής υπάρχουν και 208 έγγραφα που σχετίζονται με τη Βλαχία και τη Μολδαβία. Τα 49 είναι στα σλαβονικά, τα υπόλοιπα στα ρουμανικά. Υπάρχουν επίσης 1 έγγραφο στα εβραϊκά, 1 στα ιταλικά και 3 στα ρωσικά. Ο πλούτος της συλλογής ρουμανικών εγγράφων στο μοναστήρι οφείλεται κατά κύριο λόγο στην έντονη παρουσία στη ζωή του μοναστηριού του βοεβόδα Μολδαβίας Στεφάνου του Μεγάλου (1429–1504).

Επίσης, το αρχείο της μονής διαθέτει σειρά από μητρώα εγγράφων και μητρώα πληρωμών από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα.

Χειρόγραφοι Κώδικες. Η συλλογή χειρογράφων της μονής Ζωγράφου περιλαμβάνει περί τα 950 χειρόγραφα συνολικά, από τα οποία τα 162 είναι ελληνικά και τα υπόλοιπα σε διάφορες βαλκανικές γλώσσες. Από του κώδικες στα ελληνικά 3 είναι περγαμηνοί (12ος–13ος αι.) και οι υπόλοιποι χαρτώοι. Μεταξύ των τεκμηρίων υπάρχουν και 6 (πέντε χειρόγραφα και ένα έντυπο) στα ιαπωνικά.

Από τα 162 ελληνικά, τα 110 καταγράφηκαν από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο και περιλαμβάνονται στον πρώτο τόμο του καταλόγου του. Τα υπόλοιπα 52 περιγράφονται σε χειρόγραφο κατάλογο με τον τίτλο: «Κατάλογος των ελληνικών κωδίκων της Ιεράς Μονής Ζωγράφου 1956». Συντάκτες του καταλόγου αυτού ήταν ο μοναχός Κάλλιστος Αγιαννανίτης και ο γέρων Πανάρετος Ζωγραφίτης. Στις πρώτες 26 σελίδες έχει αντιγραφεί η τεκμηρίωση των 110 χειρογράφων του Λάμπρου και ακολουθούν (σσ. 27–59) τα 52 ακαταλογογράφητα χειρόγραφα. Χρονολογούνται όλα από τον 15ο έως τον 20ό αιώνα, εκτός από ένα που ανάγεται στον 14ο. Ο κατάλογος αυτός δημοσιεύτηκε τελικά από τον Σωτήριο Καδά το 2006 (βλ. Βιβλιογραφία).

Το περιεχόμενο των χειρογράφων είναι εκκλησιαστικό και θεολογικό. Μόνο στον Κώδικα 5 του 18ου αιώνα σώζονται δύο έργα κλασικών συγγραφέων. Πρόκειται για τις Επιστολές του Συνεσίου και για τις πρώτες τέσσερις ραψωδίες από την Οδύσσεια του Ομήρου. Και τα δύο έργα είναι γραμμένα με διάστιχη εξήγηση στην καθομιλουμένη. Τέλος, ο Κώδικας 6 του 18ου αιώνα περιλαμβάνει τέσσερα έργα σχετικά με την εξήγηση έργων του Συνεσίου, εκ των οποίων τα δύο (Περί βασιλείας και Περί φαλάκρας εγκώμιον) ανήκουν στον Δανιήλ Κεραμέα τον Πάτμιο (†1800) και από τα άλλα δύο, που αναφέρονται στις επιστολές του Συνεσίου, ένα είναι του Δανιήλ Κεραμέα και ένα του Νεοφύτου (Ἐπιθεωρίαι τινές...). Στον ίδιο κώδικα υπάρχει και Ἐξήγησις εἰς τὸν «Περὶ στεφάνου λόγον» τοῦ ἐν ῥήτορσιν ἀρίστου Δημοσθένους. Ανάμεσα στους ελληνικούς κώδικες 66 περιέχουν εκκλησιαστική μουσική και έχουν περιγραφεί από τον Γρηγόρη Στάθη.

Τον πρώτο τόμο της συλλογής των σλαβικών χειρογράφων της μονής, που εκδόθηκε το 1985, εκπόνησαν οι Στ. Κοζουχάροφ, Μπ. Ράικοφ και Χρήστος Κόντοφ. Περιγράφονται 286 χειρόγραφα, χωρίς να περιλαμβάνεται η μουσική συλλογή (περίπου 30) και αρκετά από τα νεότερα χειρόγραφα (19ος–20ός αι.). Το 1994 εκδόθηκε κατάλογος από τους Στ. Κοζουχάροφ, Μπ. Ράικοφ και Χανς Μίκλας με όλη την συλλογή πλέον των σλαβικών χειρογράφων. Το 2017 εκδόθηκε από την Κλεμεντίνη Ιβάνοβα κατάλογος για τα σλαβικά χειρόγραφα από τον αρ. 287 έως τον αρ. 405 (βλ. Βιβλιογραφία).

Χρονολογικά τα σλαβικά χειρόγραφα καλύπτουν το διάστηµα από τον 11ο έως τον 20ό αιώνα. Έως τον 14ο αιώνα είναι περγαμηνά. Από τον 19ο αιώνα υπάρχουν 40 περίπου µουσικά χειρόγραφα, επίσης σλαβικά, που είναι σε χρήση στις ακολουθίες της μονής μέχρι σήμερα.

Από τα σλαβικά χειρόγραφα, μεγάλης λατρευτικής αξίας είναι η Λειτουργικὴ και το Εὐχολόγιο του αγίου Ευθυμίου. Από τα 45 περίπου χειρόγραφα του 14ου αιώνα επισημαίνουμε τον Απόστολο του Λαλόε (1359), τη συλλογή με τους Ὅρους κατὰ πλάτος του Μεγάλου Βασιλείου (1368) και το Μηναῖον του 1392. Επίσης, περίπου 40 χειρόγραφα του 16ου αιώνα προέρχονται από ολόκληρο σχεδόν τον βαλκανικό χώρο. Από αυτά αξιοµνηµόνευτα είναι τρία Ευαγγέλια που προέρχονται από τα σκριπτόρια του Ετροπόλε, της Ρίλας, του Καρλόβου κ.ά. Από τα χειρόγραφα του 17ου αιώνα αξιομνημόνευτη είναι ἡ ρωσική Παρρησία του 1639. Μεγάλος είναι ο αριθμός των χειρογράφων του 18ου αιώνα που σχετίζονται µε την ιστορία της μονής, όπως το χειρόγραφο της «Σλαβοβουλγαρικής Ιστορίας» (1762) ή η συλλογή του μοναχού Ιακώβου που περιέχει τη «Διήγηση του Αγίου Όρους» και τη λεγόμενη «Ιστορία του Ζωγράφου».

Δύο κώδικες του 13ου αιώνα περιέχουν αξιόλογες μικρογραφίες. Είναι το Ψαλτήριο του Ραδομήρου και το Μηνολόγιο του Δραγάν. Από το Ψαλτήριο έχει αφαιρεθεί σημαντικός αριθμός φύλλων. Ακόμη, ξεχωρίζει το περγαμηνό Ευαγγελιστάριοτου 14ου αιώνα, σε μεγαλογράμματη κυριλλική γραφή με ορθογραφία βουλγαρική, και το χαρτώο Τετραευάγγελο του 16ου αιώνα, σε ημικεφαλαία κυριλλική γραφή και ορθογραφία της περιοχής Τυρνόβου, με παράσταση του κάθε Ευαγγελιστή στην αρχή του κάθε ευαγγελίου.

Τα βλαχικά (ρουμανικά) μουσικά χειρόγραφα γραμμένα στα κυριλλικά είναι 6. Προέρχονται από τα τέλη του 19ου αιώνα και γράφτηκαν στο σκριπτόριο της σκήτης του Προδρόμου στο Άγιον Όρος από τον μοναχό Ιακώβ, πιθανότατα μαθητή του Νεκτάριου (Βλάχου) Προδρομίτη.

Τα ιαπωνικά χειρόγραφα έφτασαν στη μονή χάρη σε δύο μοναχούς της: τον ιερομόναχο Γεώργιο (Τσουντνόφσκι) και τον αρχιμανδρίτη Ανατόλιο (Τιχάι). Και οι δύο γεννήθηκαν στη Ρωσία, έγιναν μοναχοί στη Ζωγράφου και στη συνέχεια συμμετείχαν στη ρωσική ιεραποστολή στην Ιαπωνία. Όταν ο Γεώργιος επέστρεψε στη μονή Ζωγράφου, έφερε μαζί του από την Ιαπωνία αυτά τα τεκμήρια. Οι πρώτες μεταφράσεις λειτουργικών κειμένων στα ιαπωνικά είχαν γίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1860 με αρχές του 1870 από τον Νικολάι Κασάτκιν. Στα τέλη του 1871 ο Ανατόλιος Τιχάι, πιθανότατα υπό την καθοδήγηση του Νικολάι, συνέταξε ένα χειρόγραφο ρωσοϊαπωνικό λεξικό και μετέγραψε στα ιαπωνικά τα βασικά λειτουργικά κείμενα. Ο Γεώργιος Τσουντνόφσκι, που βρισκόταν στην Ιαπωνία από το 1884 έως το 1886, έλαβε από τον Ανατόλιο το λεξικό του, τα τέσσερα χειρόγραφα των λειτουργικών κειμένων και ένα έντυπο, που τα έφερε μαζί του στη Ζωγράφου μετά την επιστροφή του από την Ιαπωνία. Η ιστορική και φιλολογική αξία αυτών των τεκμηρίων είναι αδιαμφισβήτητη, αφού περιέχουν παραδείγματα μετάφρασης λειτουργικών κειμένων από την πρώιμη περίοδο της ρωσικής ιεραποστολής στην Ιαπωνία.

Έντυπα Βιβλία. Η Βιβλιοθήκη της μονής Ζωγράφου αριθμεί περί τις 30.000 παλαιές και νεότυπες εκδόσεις από το 1537 έως σήμερα και από το 1808 και εντεύθεν οι περισσότερες είναι στη βουλγαρική γλώσσα.

Ο Θωμάς Παπαδόπουλος στις Βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους ( σ. 13) αναφέρει ότι η πρώτη ελληνική έκδοση που έχει εντοπίσει στη μονή Ζωγράφου είναι ένα Στιχηράριο του μηνός Ιουνίου, τυπωμένο στη Βενετία το 1549 από τον Ανδρέα Σπινέλλο. Ακολουθεί μια σειρά αποκλειστικά λειτουργικών εντύπων (ένα Πεντηκοστάριο του 1552, διάφορα Μηναία των ετών 1557, 1595, 1596, ένα Ευαγγέλιο του Πέτρου Τζανέττου σε επιμέλεια Διονυσίου Κατηλιανού, του έτους 1599, κλπ.). Το πρώτο μη λειτουργικό έντυπο της μονής, που καταχωρίζει ο Θ. Παπαδόπουλος (σ. 47), είναι το Βιβλίον καλούμενον Παράδεισος του Αγαπίου Λάνδου, τυπωμένο το 1641 στη Βενετία από τον Ιωάννη Πέτρο Πινέλλο.

Βιβλιογραφία

Ivanova, Kl. et al., Каталог на славянските ръкописи от Зографската света обител (№ 287–405) [Catalog of the Slavic manuscripts from the Zograph Holy Monastery (Nos. 287–405)], Света Гора: Зографски манастир, 2017

Καδάς, Σ., Σημειώματα χειρογράφων Αγίου Όρους. Μονή Ζωγράφου, Βυζαντινά 17 (1996), 141–179.

–––––, Συμπληρωματικός κατάλογος των χειρογράφων της Ιεράς Μονής Ζωγράφου του Αγίου ΄Ορους, Ελληνικά 56.2 (2006), 359–376.

Kodov, Hr. et al., Опис на славянските ръкописи в библиотеката на Зографския манастир Ι [Περιγραφή των σλαβικών χειρογράφων εις την βιβλιοθήκην της Μονής Ζωγράφου τού Αγίου 'Όρους, Τόμος Α΄], София 1985.

Λάμπρος, Σπ., Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, τ. Αʹ, Cambridge, University Press, 1895, 31–35.

Μαυρομμάτης, Λ., Μεσαιωνικό αρχείο μονής Ζωγράφου. Έγγραφο Πρώτου Δωροθέου, Αφιέρωμα στον Νίκο Σβορώνο, τ. Α´, Ρέθυμνο 1986, 308–316.

–––––, Ο Ανδρόνικος Β´ Παλαιολόγος και η μονή Ζωγράφου (1318), Διεθνές Συμπόσιο: Το Άγιον Όρος. Χθες - Σήμερα - Αύριο. Πρακτικά Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1996, 203–209.

Μελισσάκης, Ζ., Βιβλιοθήκες των ιερών μονών. Τεκμήρια λατρείας και λογιοσύνης. Ζωντανοί οργανισμοί και χώροι φύλαξης κειμηλίων, Λόγιοι και λογιοσύνη στο Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη, Αγιορειτική Εστία, 2013, 74–83.

Μερτζιμέκης, Ν., Περί των κτητόρων του πύργου του αρσανά της αγιορειτικής Μονής Ζωγράφου, Βυζαντινά 20 (1999), 331–341.

–––––, Περί των σχέσεων της αθωνικής Μονής Ζωγράφου μετά της Ρωσίας των τσάρων. (16ος–19ος αι.), Бьлгария, Земя на блажени..., Veliko Tyrnovo 2010, 541–560.

–––––, Κυριλλικές επιγραφές από την αθωνική μονή Ζωγράφου ως πηγή πληροφόρησης για την οικοδομική της δραστηριότητα (15ος–17ος αι.), Κύριλλος και Μεθόδιος: Το Βυζάντιο και ο κόσμος των Σλάβων. Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Νοέμβριος 2013, Θεσσαλονίκη 2015, 321–330.

Μερτζιμέκης, Ν. / Λιάκος, Δ., Δωρεές “… δι εξόδου και δαπάνης … Χριστιανών … εκ πόλεων Ρουστσούκ και Καλόφερ …” στην αγιορειτική μονή Ζωγράφου, Δελτίο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 31 (2010), 127–138.

Παπαδόπουλος, Θ., Βιβλιοθήκες Αγίου Όρους. Παλαιά ελληνικά έντυπα, Αθήνα 2000.

Παυλικιάνωφ, Κ., Οι Σλάβοι στην Αθωνική μονή Ζωγράφου, Βυζαντινά Σύμμεικτα 12 (1998), 1–32.

–––––, Η ένταξη των Βουλγάρων στην μοναστηριακή κοινότητα του Αγίου Όρους - Οι περιπτώσεις των μονών Ζελιάνου και Ζωγράφου, Göttinger Beiträge zur Byzantinischen und Neugriechischen Philologie 2 (2002), 61–68.

–––––, Τρία άγνωστα έγγραφα περί της παρουσίας Βυζαντινών και Σλάβων ευπατριδών στην Αθωνική μονή Ζωγράφου, Βυζάντιο καὶ Βούλγαροι (1018–1185), Αθήνα 2008, 175–190.

Pavlikianov, C., The Early Years of the Bulgarian Athonite Monastery of Zographou (980-1279) and its Byzantine Archive, Sofia 2011.

–––––, The Medieval Greek and Bulgarian Documents of the Athonite Monastery of Zographou (980–1600), Critical Edition and Commentary of the Texts, (Университетска библиотека 516), Sofia 2014.

–––––, Authentic Medieval Slavic Documents Kept in the Bulgarian Athonite Monastery of Zographou (1342-1572), Cyrillomethodianum 21 (2016), 53-129.

–––––, False Chrysobull of Czar Stephen Dušan in the Archives of the Athonite Monastery of Zographou, Βυζαντινά 35 (2018), 161-186.

Пеев, Д. (ed.), Зографски Съборник. Зографският архив и библиотека. Изследвания и перспективи [Peev, D. (ed.), Zographou Sympraktika. The Archives and Library of the Monastery of Zograf: Studies and Prospects, Mount Athos 2019], Зографски манастир, Света Гора 2019.

Rajkov, B. et al., Каталог на славянските ръкописи в библиотеката на Зографския манастир в Света гора [Κατάλογος των σλαβικών χειρογράφων στη βιβλιοθήκη της μονής Ζωγράφου στο Άγιο Όρος], София: CIBAL, 1994.

Regel, W., et al., Actes de Zographou (Actes de l’Athos IV), Vizantiiski Vremennik 13 (1907) [=Amsterdam 1969].

Σάθας, Κ., Κατάλογος των εν Άθωνι βιβλιοθηκών, Με­σαι­ω­νι­κὴ Βι­βλι­ο­θή­κη 1, Βε­νε­τί­α 1872, 269–284: Εν δε τη των Ιβήρων, 279–283.

Σταματιάδου, Ζωή, Άγιο Όρος, Μονή Ζωγράφου (Η συμβολή της μονής στον πνευματικό βίο της Βουλγαρίας), Θεσσαλονίκη 2015.

Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Αθήνα 1903 (επαν. Καρυές 1988).

Tchérémissinoff, Katia, Les archives slaves médiévales du monastère de Zographou au Mont Athos, Byzantinische Zeitschrift 76.1 (1983), 15–24.

Θησαυροί του Αγίου Όρους. Έκθεση κειμηλίων στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στα πλαίσια της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης, Θεσσαλονίκη 1997, Δ, 174–178.

Χρήστου, Π., Το Άγιον Όρος, Αθωνική πολιτεία - ιστορία, τέχνη, ζωή, Αθήνα 1987.

 

Επίσημες ιστοσελίδες της μονής Ζωγράφου (Βουλγαρικά):

α)  http://www.sveta-gora-zograph.com/

β) https://zografnasledstvo.com/ (με ψηφιακό υλικό)

 

 

 

 

 

 

Επωνυμία: Βιβλιοθήκη Μονής Ζωγράφου
Ιστορικό πλαίσιο: Βυζαντινή Εποχήsemantics logo
Τόπος ίδρυσης: Άγιο Όροςsemantics logo
Τόπος λειτουργίας: Άγιο Όροςsemantics logo
Χρόνος ίδρυσης: 10ος αι.
Ιδιοκτησία: Ιερά Μονή Ζωγράφου (Άγιο Όρος)
Κτίρια: Ιερά Μονή Ζωγράφου (Άγιο Όρος)
Διοίκηση: Αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Ζωγραφίτης
Νομικό πλαίσιο: Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ)
Πληροφορίες: Ιερά Μονή Ζωγράφου 630 86 Δάφνη Αγίου Όρους τηλ. 23770 23247
Email: zografergo[at]gmail[dot]com & zograf.nasledstvo[at]gmail[dot]com
Αντιπροσωπείο (Καρυές): τηλ. 23770 23273
Ωράριο: Ανατολή έως δύση ηλίου
Λέξεις κλειδιά: Μωϋσής, κτίτορας
Ααρών, κτίτορας
Ιωάννης, κτίτορας
Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός
Ιωάννης Ούγκλεσης
Γεώργιος ο Ζωγράφος
Ιωάννης Καλιμάν
Ιωάννης Β΄ Ασέν
Μαρία Τζουσμένη
Αλέξιος Α΄ Κομνηνός
Μανουήλ Κομνηνός
Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος
Μιχαήλ Γ΄ Ασέν
Στέφανος Δουσάν
Μαρία Ασανίνα Παλαιολογίνα
Μέγας Στέφανος της Μολδαβίας
Ρωξάνδρα
Βόρις Γ΄
Ιάκωβος Μπλονίτσκι
Βασίλι Μπάρκσι
Ρόμπερτ Κέρζον
Βίκτορ Γρηγόροβιτς
Πέτρος Ιβάνοβιτς Σεβαστιάνοφ
Λεονίντ Καβελίν
Πορφύριος Ουσπένσκι
Αναφέρει: Εικόνες
Η Μονή Ζωγράφου.
Γενική άποψη της Μονής Ζωγράφου.
Το φρουριακό συγκρότημα της Μονής Ζωγράφου.
Η Μονή Ζωγράφου στις αρχές του εικοστού αιώνα, όπως αποτυπώνεται στο φωτογραφικό λεύκωμα του Ιερομόναχου Στέφανου Κελλιώτη.
Τοπίο στη Μονή Ζωγράφου.
Η Μονή Ζωγράφου σε χαρακτικό του Ράλλη Κοψίδη.
Άποψη του εσωτερικού της Βιβλιοθήκης της Μονής Ζωγράφου.
Φύλλο σλαβικού Τετραευάγγελου της Μονής Ζωγράφου διακοσμημένο με περίτεχνο επίτιτλο που φέρει παράσταση του Ευαγγελιστή Λουκά.
Το ονομαζόμενο «Ψαλτήριo του Ραδομήρου» της Μονής Ζωγράφου.
Σλαβικό Τετραευάγγελο του 16ου αιώνα που φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη της Μονής Ζωγράφου.
Σλαβικός λειτουργικός κώδικας του 14ου αιώνα που φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη της Μονής Ζωγράφου.
Περγαμηνό Μηναίο του 13ου αιώνα που φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη της Μονής Ζωγράφου.
Η Μονή Ζωγράφου σε χαλκογραφία των μέσων του δέκατου ένατου αιώνα.
Σελίδα τίτλου της Γραμματικής του Κωνσταντίνου Λάσκαρη (1800), που φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη της Μονής Ζωγράφου.
Σημειώσεις: Οι βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους: https://www.ekt.gr/el/publications/29893
Άδεια χρήσης: Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές (CC BY-NC-ND 4.0)
Δικαιώματα: Το λήμμα αποτελεί πρωτότυπη επιστημονική εργασία της ομάδας ανάπτυξης του ψηφιακού χώρου «Περί Βιβλιοθηκών».
Εμφανίζεται στις συλλογές:Βιβλιοθήκες
Προβολή λιγότερων
Εικαστικό Υλικό
Προβολή λιγότερων