Βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Διονυσίου

Θέση. Η Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της αγιορείτικης χερσονήσου, ανάμεσα στις μονές Γρηγορίου και Αγίου Παύλου, χτισμένη σε απότομο βράχο, σε υψόμετρο 80 μ. από τη θάλασσα, στην απόληξη της χαράδρας του Αεροποτάμου. Λόγω της θέσης της ονομάζεται και του Τιμίου Προδρόμου (Νέας) Πέτρας. Σε παλαιά έγγραφα αναφέρεται και ως Μονή του Μεγάλου Κομνηνού.

Σύμφωνα με το Γ´ Τυπικό του Αγίου Όρους (1394), ανάμεσα στα είκοσι πέντε τότε μοναστήρια η μονή κατείχε τη δέκατη ένατη θέση. Από το 1574 όμως κατέχει την πέμπτη θέση και συνεπώς συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πέντε μονές που δικαιούνται την πρωτοεπιστασία στην Ιερά Κοινότητα κάθε πέντε χρόνια.

Ίδρυση και εξέλιξη. Από πηγές προκύπτει ότι η μονή υφίσταται από το 1366. Ιδρυτής της είναι ο όσιος Διονύσιος, από την Κορησό της Καστοριάς, μοναχός αρχικά στη μονή Φιλοθέου, όπου ηγούμενος ήταν ο αδελφός του Θεοδόσιος, και έπειτα ασκητής στην κορυφή του Αντιάθωνα, με μεγάλο αριθμό μαθητών.

Περί το 1356–1366 ο Διονύσιος, με τα πενιχρά μέσα που διέθετε ο ίδιος και οι μαθητές του, ξεκίνησε την ίδρυση μοναστηριού με την ανέγερση των πρώτων κτιρίων επάνω σε βράχο, όπου και η σημερινή θέση της μονής. Η πρώτη φάση ανέγερσης ολοκληρώθηκε περί το 1370 και η μονή άρχισε να λειτουργεί αμέσως ως κοινόβιο.

Καταλυτική υπήρξε η χρηματική στήριξη από τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό, έπειτα από διαμεσολάβηση του αδελφού του Διονύσιου Θεοδόσιου Φιλοθεΐτη, ο οποίος από ηγούμενος στη Φιλοθέου είχε χειροτονηθεί στο μεταξύ μητροπολίτης Τραπεζούντας (1368/1369). Ο Αλέξιος εξέδωσε τον Σεπτέμβριο του 1374 χρυσόβουλο στο οποίο υποσχόταν να ανεγείρει το μοναστήρι με δικά του έξοδα. Το χρυσόβουλο αυτό αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα κειμήλια της μονής. Έχει μήκος 2 μ. και 98 εκ. και κοσμείται με θαυμάσιες μικρογραφίες του Αλεξίου και της συζύγου του Θεοδώρας. Ο αυτοκράτορας υπογράφει ιδοχείρως με κιννάβαρι: «Ἀλέξιος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστὸς βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ πάσης Ἀνατολῆς Ἰβήρων καὶ Περατείας ὁ μέγας Κομνηνός». Στο χρυσόβουλο αυτό οριζόταν επιπλέον και η εφάπαξ απόδοση 100 σωμίων, τα μισά άμεσα και τα υπόλοιπα πενήντα στα επόμενα τρία χρόνια. Επιπρόσθετα, καθιέρωνε ετήσια επιχορήγηση 1.000 κομνηνάτων τόσο από τον ίδιο όσο και από τους διαδόχους του. Βασικοί όροι της επιχορήγησης ήταν αφενός η συνεχής μνημόνευση του Αλεξίου Γ΄ και των διαδόχων του και αφετέρου η μονή να ονομάζεται «του Μεγάλου Κομνηνού».

Τα επόμενα χρόνια ο Διονύσιος θα επισκεφτεί την Τραπεζούντα άλλες δύο φορές, ώστε να εισπράξει τα χρήματα που όριζε ως δεύτερη δόση το χρυσόβουλο. Την πρώτη φορά, περί το 1377, όταν επέστρεψε στο μοναστήρι, το βρήκε λεηλατημένο από τους πειρατές και έρημο. Συγκέντρωσε πάλι τους μαθητές του και ξανάρχισε τις εργασίες ανοικοδόμησης. Για τον λόγο αυτό μετέβη για τρίτη φορά στην Τραπεζούντα το 1387. Ωστόσο δεν επέστρεψε στο μοναστήρι, αφού αρρώστησε και πέθανε εκεί το 1390.

Το 1389 με σιγίλιο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αντωνίου Δ΄ η μονή κατέστη πατριαρχική με την επονομασία «του Τιμίου Προδρόμου», καθώς είναι αφιερωμένη στο Γενέσιο του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, και αποδεσμευόταν από την κηδεμονία του Πρώτου.

Η σημερινή μορφή της μονής Διονυσίου οφείλεται κατά κύριο λόγο στις εκτεταμένες οικοδομικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν κατά τον 16ο αιώνα. Τότε, ορισμένοι ηγεμόνες των περιοχών της Μολδοβλαχίας ανέλαβαν προσωπικά να χρηματοδοτήσουν τη συντήρηση και την επέκταση του μοναστηριού. Γι’ αυτό τον λόγο συναριθμούνται μεταξύ των κτιτόρων της μονής. Στις ευεργεσίες τους προς τη μονή συντέλεσε και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νήφων Β΄ (1486–1488, 1497–1498, 1502) χάρη στις σχέσεις του με τους ηγεμόνες των παραδουνάβιων περιοχών.  Ο Νήφων παραιτήθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο και μετά από σύντομη παραμονή στη Βλαχία επέστρεψε και πήγε στη μονή το 1502, όπου και εκοιμήθη έξι χρόνια αργότερα για να ανακηρυχθεί άγιος το 1517.

Αρχικά, ο βοεβόδας της Βλαχίας Νεάγκος Βασαράβας (1512–1521) χρηματοδότησε την κατασκευή του νέου υδραγωγείου στη θέση του παλαιού και του αμυντικού πύργου, που και αυτός οικοδομήθηκε στα θεμέλια παλαιότερου, θεμελιωμένου από τον πρώτο κτίτορα περί το 1364 στη βόρεια πλευρά της μονής. Εξαιτίας των συχνών πειρατικών επιθέσεων υπήρχε επάνω στον πύργο αυτόν διαρκώς κάποιος μοναχός που αγρυπνούσε προκειμένου να προληφθεί η λεηλασία.

Τον Οκτώβριο του 1535 καταστράφηκε από πυρκαγιά το μεγαλύτερο μέρος της μονής. Τότε, ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Πέτρος de la Argeș ανέλαβε τα έξοδα για την ανοικοδόμηση ολόκληρης της ανατολικής πτέρυγας, από την Τράπεζα και την πύλη της μονής μέχρι την αποθήκη του κρασιού (βαϊναριό). Επίσης, ανέγειρε νέο καθολικό, μεγαλύτερο από το παλιό, και μερίμνησε για την αγιογράφησή του. Για τον σκοπό αυτό κλήθηκε ο Κρητικός αγιογράφος Τζώρτζης. Τα επόμενα χρόνια, η κόρη του ηγεμόνα Ρωξάνδρα και ο σύζυγός της Αλέξανδρος Λεπουσνεάνου ανέλαβαν το κτίσιμο της δυτικής εξαώροφης πτέρυγας με τους εξώστες προς την πλευρά της θάλασσας.

Σύμφωνα με τον Κώδικα 627 της μονής, η επανάσταση του 1821 είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή ερήμωσή της και την εμπλοκή των μοναχών της σε μια περιπετειώδη περιπλάνηση. Οι μοναχοί μαζί με τα σπουδαιότερα κειμήλια της μονής κατέπλευσαν αρχικά στον Πόρο, όπου εγκαταστάθηκαν προσωρινά στη μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Μετά την καταστροφή των Ψαρών, φοβήθηκαν και έπλευσαν στη Ζάκυνθο, όπου παρέμειναν τέσσερα χρόνια στο διονυσιατικό μετόχι της Αγίας Σοφίας. Μετά την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια εγκαταστάθηκαν για ενάμιση χρόνο στη Σκόπελο, στο μετόχι της Φανερωμένης. Ύστερα από εννέα χρόνια περιπλάνησης επέστρεψαν στη μονή Διονυσίου, όπου οι 14 μοναχοί που παρέμειναν όλο αυτό το διάστημα υπέστησαν πλείστα βάσανα και κακουχίες.

Στα νεότερα χρόνια μέχρι και σήμερα, πολλοί βοήθησαν στην ολοκλήρωση, την επέκταση και τη συντήρηση της μονής με δωρεές χρημάτων και προσωπική εργασία. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους αδελφούς Λάζαρο και Μπόιο, Μανουήλ και Θωμά, Ιωακείμ Κωνσταντινουπολίτη, τον παπα-Μακάριο Κρητικό, τον πρώην Βελεγράδων Ιερεμία, τον Χατζή Αγγελάκη, κ.ά.

Εικονοφυλάκιο. Οι πολυάριθμες εικόνες της μονής Διονυσίου φυλάσσονται κυρίως στο Εικονοφυλάκιο, στο καθολικό και στα διάφορα παρεκκλήσια. Οι περισσότερες είναι από ξύλο αγιορείτικης καστανιάς και αγιογραφημένες από Αγιορείτες μοναχούς. Χρονολογούνται από τον 14ο αιώνα και εξής, ενώ πολλές αποτελούν δωρεές διαφόρων προσώπων. Αναφέρονται ενδεικτικά: Η Παναγία του Ακαθίστου από κηρομαστίχη, δωρεά του Αλεξίου Γ΄ Κομνηνού, ο Παλαιός Πρόδρομος, αφιέρωμα του ηγεμόνα Αλεξάνδρου Λεπουσνεάνου για τη θεραπεία του γιου του Κωνσταντίνου, η Παναγία Αμόλυντος, έργο του Εμμανουήλ Σκορδίλη, η αμφιπρόσωπη εικόνα με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον Αλέξιο Γ΄ να ευλογείται από τον Χριστό στη μια πλευρά, ενώ στη δεύτερη ιστορούνται τέσσερις Τραπεζούντιοι άγιοι (Ευγένιος, Κάνδιδος, Ουαλεριανός, Ακύλας), ο άγιος Χριστοφόρος ο κυνοκέφαλος, κλπ.

Σκευοφυλάκιο. Τα σημαντικότερα κειμήλια της μονής φυλάσσονται στο Σκευοφυλάκιο σε ειδικές προθήκες. Όσα ιερά σκεύη κατείχε η μονή μέχρι το 1814 καταλογογραφούνται στον «Χρονικό Κώδικα» (Διον. 627, ff. 123r–124r).

Βιβλιοθήκη. Καθώς δεν διασώθηκαν κατάλογοι βιβλίων, όπως συμβαίνει π.χ. με τη βιβλιοθήκη της Πάτμου, ώστε να μπορεί να εντοπιστεί στον χρόνο η δημιουργία βιβλιοθήκης στη μονή Διονυσίου, θα πρέπει να θεωρηθεί ταυτόχρονη με την ίδρυση της μονής στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Ασφαλώς η χρηματοδότηση του αυτοκράτορα Τραπεζούντας Αλεξίου Γ΄ (Μεγάλου) Κομνηνού θα πρέπει να συνοδεύτηκε από τα αναγκαία λειτουργικά και άλλα θεολογικά βιβλία προς χρήση από τους μοναχούς.

Η πρωιμότερη (1602) μνεία περί βιβλιοθήκης στη Διονυσίου είναι του γραφέα και λόγιου ιερομόναχου Ιγνατίου στο παράφυλλο του Κώδικα 246 της μονής, όπου αναφέρεται ότι η βιβλιοθήκη βρισκόταν επάνω από τη λιτή του καθολικού, κοντά στο παρεκκλήσι των Αρχαγγέλων. Εκεί παρέμεινε μέχρι το 1915. Η συνοπτική αναφορά 27 χειρογράφων της μονής που κατέγραψε ο ιερέας Αλέξανδρος Βασιλόπουλος το 1627 δεν μπορεί να αποδίδει το μέγεθός της την εποχή εκείνη. Γνωρίζουμε όμως ότι εκεί λειτούργησε από το 1570 περίπου μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα βιβλιογραφείο και ότι την ίδια περίοδο αποκτήθηκε μεγάλος αριθμός χειρόγραφων κωδίκων και έντυπων βιβλίων.

«Πλουσιωτάτη» τη χαρακτηρίζει το 1701 ο Ιωάννης Κομνηνός στο πρώτο Προσκυνητάριον του Αγίου Όρους. Οι μεταγενέστεροι λόγιοι επισκέπτες αναφέρονται σχεδόν αποκλειστικά στα χειρόγραφά της. Ο Βασίλι Μπάρσκι, που την επισκέφθηκε το 1744, μνημονεύει τα εντυπωσιακά χρυσόβουλα του αρχείου της. Στη βιβλιοθήκη της μονής αναφέρονται επίσης και οι Άγγλοι ταξιδιώτες Καρλάιλ και Χαντ το 1801, καθώς και ο Ρόμπερτ Κέρζον το 1834, ο οποίος κάνει λόγο και για την ύπαρξη έντυπων βιβλίων.

Το 1841 στη βιβλιοθήκη της μονής εργάστηκε ο Φαλμεράιερ, ερευνώντας την ιστορία της αυτοκρατορίας Τραπεζούντας, ο οποίος επισημαίνει πως η βιβλιοθήκη αποτελούσε βασικό στοιχείο στη ζωή των μοναχών.

Στα χειρόγραφα και στο αρχείο αναφέρεται και ο Γάλλος Βικτόρ Λανγκλουά (Victor Langlois) σε έκδοσή του για το Άγιον Όρος που εξέδωσε το 1867. Λίγο μετά ο Ι.Μ. Ραπτάρχης εντυπωσιάστηκε από την τάξη και την επιμέλεια που επικρατούσε στον χώρο και θεωρεί πως ο αριθμός των χειρογράφων ανέρχεται σε χίλια.

Το 1903 συντάχθηκε κατάλογος της βιβλιοθήκης που παραδίδεται στον Κώδικα 854 της Διονυσίου.

Το 1915, επί ηγουμενίας Δοσιθέου, η βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε στον πύργο της μονής, όπου τα έντυπα βιβλία τοποθετήθηκαν σε προθήκες και αριθμήθηκαν κατ’ αύξοντα αριθμό. Στο Βιβλίον Επισκεπτών της Ιεράς Μονής Διονυσίου για την περίοδο 1908–1935, οι πολλοί επισκέπτες αναφέρονται συχνά και στη βιβλιοθήκη. Μεταξύ αυτών ο Λουί Πετί (Louis Petit), που προετοιμάζει τη βιβλιογραφία των ελληνικών ακολουθιών, ο Ρόμπερτ Μπλέικ (Robert Blake), ο Νίκος Βέης, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ο Φραντς Ντέλγκερ (Franz Dölger), και πολλοί άλλοι.

Τη δεκαετία του 1960 η βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε σε νεότερο κτίριο, νότια του καθολικού, και στη συνέχεια στεγάστηκε προσωρινά στη βόρεια πτέρυγα της μονής.

Το 1995, μετά από μελέτη και αποκατάσταση, η βιβλιοθήκη στεγάστηκε στον τετραώροφο πύργο, όπου η οργάνωση και τακτοποίηση του υλικού έγινε ως εξής: 1ος όροφος: τα νεότερα έντυπα βιβλία, το σύστημα αρχειοθέτησης, το γραφείο και τα μικροφίλμ που διαθέτει η μονή. 2ος όροφος: οι χειρόγραφοι κώδικες. 3ος όροφος: τα αρχέτυπα και τα παλαίτυπα. 4ος όροφος: το Αρχείο της Μονής.

Τελικά, λόγω της υγρασίας, το υλικό μεταφέρθηκε και πάλι σε άλλον, ανακαινισμένο χώρο στο ισόγειο της ανατολικής πλευράς, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.

Αρχείο. Το αρχείο της μονής είχε ταξινομηθεί κατά καιρούς από τους Διονυσιάτες μοναχούς.

Η πρώτη γνωστή συστηματική προσπάθεια ταξινόμησης και αντιγραφής του αρχείου της διενεργήθηκε κατά τα έτη 1909–1915 με πρωτεργάτη τον μοναχό Δομέτιο. Τότε, τα έγγραφα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου συγκεντρώθηκαν, συντηρήθηκαν, αντιγράφηκαν, αυτολεξεί ή περιληπτικά, και ταξινομήθηκαν.

Το 1963 το έργο αυτό ανέλαβε συστηματικά μια αποστολή ερευνητών από το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών του Βασιλικού (τότε) Ιδρύματος Ερευνών. Κατά τα έτη 1963–1965, οι απεσταλμένοι του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών, ο Π. Νικολόπουλος και ο Ν. Οικονομίδης, προέβησαν συστηματικότερα στην ταξινόμηση και καταλογογράφηση του αρχείου. Καθώς ήδη ο μοναχός Θεόκλητος είχε ταξινομήσει ικανοποιητικά το μεγαλύτερο μέρος των νεότερων (μετά το 1700) εγγράφων, οι δύο ερευνητές ασχολήθηκαν κυρίως με τη μελέτη και την οργάνωση του υπόλοιπου αρχείου. Ο Οικονομίδης ανέλαβε τα έγγραφα από το 1056 μέχρι το 1504, ενώ ο Νικολόπουλος όλα τα μεταγενέστερα (1512 κ.εξ.), συντάσσοντας αναλυτική περιγραφή και περίληψη των εγγράφων.

Το Αρχείο της μονής περιλαμβάνει:

  • Χρυσόβουλα Βυζαντινών αυτοκρατόρων, όπως του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού (1347), του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου (1366), του Ιωάννη Ζ΄ Παλαιολόγου (1408).
  • Έγγραφα δεσποτών, όπως του δεσπότη Ανδρονίκου Παλαιολόγου (1417, 1418, 1420), του δεσπότη Δημητρίου Παλαιολόγου (1430).
  • Έγγραφα αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας, όπως το χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ΄ (Μεγάλου) Κομνηνού (1374), το Πρόσταγμα του Αλεξίου Δ΄ (Μεγάλου) Κομνηνού (1416).
  • Έγγραφα πατριαρχικά, όπως του Αντωνίου Δ΄ (1389), του Μαξίμου Γ΄ (1477), του Κυρίλλου Α΄ (1630).
  • Διάφορα Πρακτικά εκχωρήσεων, απογραφών, οροθεσιών, κλπ., έγγραφα Μητροπολιτών, Πρώτων του Αγίου Όρους, τουρκικών αρχών στα ελληνικά, και άλλα μοναστηριακά και ιδιωτικά έγγραφα δωρεών, διαθηκών, πωλητηρίων, κλπ.

Χειρόγραφοι Κώδικες. Η μονή Διονυσίου διαθέτει μια από τις πλουσιότερες σε χειρόγραφους κώδικες βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους. Στην κατοχή της βρίσκονται περί τους 1.080 κώδικες στα ελληνικά και 6 στα σλαβονικά, συλλογή που την κατατάσσει στην 5η θέση των αγιορειτικών βιβλιοθηκών μαζί μετά τις συλλογές της Μεγίστης Λαύρας, του Βατοπαιδίου, των Ιβήρων και του Αγίου Παντελεήμονος (Ρωσικό).

Αρχικά, κατάλογο των κωδίκων της μονής κατάρτισε ο Σπυρίδων Λάμπρος το 1880. Περιέλαβε τους κώδικες της Διονυσίου στις σελίδες 319–436 του πρώτου τόμου που δημοσιεύτηκε το 1895 (βλ. Βιβλιογραφία). Λόγω όμως της χρονικής πίεσης και της βεβιασμένης, επομένως, εργασίας, παρά τη σχολαστική και μεθοδική περιγραφή 586 κωδίκων, ο κατάλογός του δεν είναι πλήρης.

Μέχρι σήμερα έχουν δημοσιευτεί δύο συμπληρωματικοί κατάλογοι: του Ευλογίου Κουρίλα το 1936 στο περιοδικό Θεολογία (σσ. 114–128), και του Διονυσιάτη μοναχού Ευθυμίου το 1957 στην Επετηρίδα Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών (σσ. 233–271 και 387–389), που επιμελήθηκε και συμπλήρωσε ο Κωνσταντίνος Μανάφης. Ειδικότερα, ο Κουρίλας περιγράφει 176 επιπλέον κώδικες σε σύγκριση με τον Λάμπρο, υπό τους αρ. 587–762. Τα στοιχεία όμως που παραθέτει είναι κατά βάση συνοπτικά, χωρίς την απαιτούμενη αυτοψία, αφού, όπως αναφέρει ο ίδιος, βασίζεται στον πρόχειρο, αδημοσίευτο κατάλογο του προηγουμένου Μάρκου. Ο κατάλογος του Ευθυμίου είναι πληρέστερος. Εκτός από τους κώδικες που αναφέρει ο Κουρίλας, ο Ευθύμιος καταγράφει ακόμη 42, υιοθετώντας την αρίθμηση των κωδίκων που ισχύει μέχρι σήμερα στη βιβλιοθήκη της μονής. Στο μεταξύ ο Λίνος Πολίτης και ο Μανούσος Μανούσακας εξέδωσαν παρατηρήσεις, διορθώσεις και προσθήκες στους δημοσιευμένους καταλόγους χειρογράφων του Αγίου Όρους (1973), στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και η μονή Διονυσίου. Ακόμη, ο βιβλιοθηκάριος της μονής Χρυσόστομος ετοίμασε κατάλογο των υπόλοιπων χειρόγραφων κωδίκων, που τον επιμελήθηκε και τον εξέδωσε ο Γεώργιος Παπάζογλου το 1990 (σσ. 443–505).

Πολλά από τα χειρόγραφα έχουν περιγραφεί σε ειδικά έργα, όπως π.χ. του Galavaris (1969) και του Καδά (1994, 1996), ενώ μερικά από τα εικονογραφημένα αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικών μονογραφιών ή μελετών (βλ. Βιβλιογραφία).

Ο Καδάς, στον προσκυνηματικό οδηγό της μονής που εξέδωσε, αναφέρει ότι ο αριθμός των χειρογράφων έχει ανέλθει περίπου στα 1.100. Τα περισσότερα έχουν ήδη καταλογογραφηθεί, εκτός από όσα μεταφέρθηκαν στην βιβλιοθήκη από τα διάφορα παρεκκλήσια και μετόχια της μονής. Ειδικότερα, ο Καδάς αριθμεί 27 ειλητάρια, περγαμηνά και χαρτώα (από τα οποία 10 έχει ήδη περιγράψει ο Ευθύμιος). Τα υπόλοιπα χειρόγραφα έχουν τη μορφή του κώδικα. Ως προς το υλικό τους, τα 148 μαζί με ορισμένα σπαράγματα είναι περγαμηνά, και όλα τα υπόλοιπα χαρτώα, από ανατολικό (βομβύκινο) ή δυτικό χαρτί.

Κατά τον 17ο αιώνα, ο Αθανάσιος Ρήτωρ, που συγκέντρωνε χειρόγραφα από την Ανατολή για μέλη της γαλλικής αυλής, φαίνεται πως από τη μονή Διονυσίου απέσπασε πέντε κώδικες, που έχουν εντοπισθεί στο Παρίσι (με την ένδειξη Coislinus). Επίσης, ο Αρσένιος Σουχάνοφ το 1654 συγκέντρωσε από όλα σχεδόν τα μοναστήρια περίπου 500 χειρόγραφα και έντυπα βιβλία που τα μετέφερε στη Ρωσία για την αναθεώρηση των λειτουργικών βιβλίων. Από τη Μονή Διονυσίου επέλεξε 34 συνολικά χειρόγραφα που χρονολογούνται από τον 10ο έως τον 17ο αιώνα.

Εξαιρετικής καλλιτεχνικής αξίας θεωρούνται αρκετά χειρόγραφα ιστορημένα με μικρογραφίες, πρωτογράμματα, επίτιτλα, κοσμήματα και διακοσμημένους πίνακες. Στο έργο Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους περιγράφονται συνολικά 49 εικονογραφημένα χειρόγραφα της μονής, από τα 58 που εντόπισαν οι ερευνητές του έργου στη δεκαετία του 1970. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται 17 Τετραευάγγελα, 11 Ευαγγελιστάρια, 5 Θείες Λειτουργίες, 3 Ψαλτήρια, 2 κώδικες με έργα του Ιωάννη Χρυσοστόμου, ένας με λόγους του Γρηγορίου Θεολόγου. Πολλοί κώδικες διατηρούν τα αρχικά δεσίματα και τις βυζαντινές σταχώσεις τους.

Χαρακτηριστικό των χειρογράφων της μονής είναι ότι σε μεγάλο ποσοστό έχουν γραφεί επιτόπου από μοναχούς της, καθώς τον 16ο και τον 17ο αιώνα λειτουργούσε εκεί βιβλιογραφείο με πρωτεργάτη τον ηγούμενο Θεωνά. Συχνά, εμφανίζονται ως γραφείς ο Γαλακτίων, ο Δανιήλ, ο Δομέτιος, ο Ιάκωβος, ο Ιγνάτιος, ο Ιωάσαφ, ο Κυριακός, ο Ναθαναήλ, ο Κύριλλος, ο Σεραφείμ, ο Χριστόφορος και ο Σαμουήλ.

Αξίζει να σημειωθεί η ύπαρξη τριών παλίμψηστων κωδίκων, από τους οποίους ο Λάμπρος καταγράφει δύο, τον Διον. 69 και τον Διον. 91, των οποίων η υπερκείμενη γραφή χρονολογείται στον 13ο αιώνα.

Ο πρώτος κώδικας περιέχει Ἐξήγησιν εἰς τοὺς Ψαλμούς. Η παλαιότερη γραφή, του 11ου αιώνα, διασώζει τροπάρια προερχόμενα κυρίως από την Παρακλητική.

Στον δεύτερο παλίμψηστο κώδικα, κάτω από τους λόγους ασκητών και γερόντων υπολανθάνει κατά το τελευταίο τρίτο του χειρογράφου σε μικρογράμματη γραφή του 10ου αιώνα εκκλησιαστικό έργο άγνωστου συγγραφέα συνταγμένο υπό μορφή ερωταποκρίσεων.

Ως προς τον χρόνο γραφής των κωδίκων της Μονής Διονυσίου, τα χειρόγραφα καλύπτουν χρονικό φάσμα 12 αιώνων, από τον 7ο έως τον 20ό αιώνα, με τη μεγαλύτερη παραγωγή να εντοπίζεται στη μεταβυζαντινή περίοδο.

Τα περισσότερα χειρόγραφα διασώζουν θεολογικά, εκκλησιαστικά και λειτουργικά κείμενα. Παράλληλα βεβαίως δεν λείπουν και οι κώδικες με αρχαίους και κλασικούς συγγραφείς, με προτίμηση σε ορισμένους. Το 4,4% της συλλογής περιέχει έργα της θύραθεν γραμματείας: Όμηρος, Ησίοδος, Ηρόδοτος, Ευριπίδης, Πλούταρχος και Λουκιανός. Επίσης, δεν απουσιάζουν οι συγγραφείς της μεσαιωνικής περιόδου, όπως ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο Γεώργιος Αμιρούτζης, ο Θεόδωρος Πρόδρομος, ο Μάξιμος Πλανούδης, ο Μιχαήλ Ψελλός, κ.ά.

Έντυπα Βιβλία. Η συλλογή των εντύπων φτάνει περίπου τους 10.000 τόμους. Από αυτά, η συλλογή των αρχετύπων, παλαιτύπων και εκδόσεων μέχρι το έτος 1899 περιλαμβάνει περίπου 3.800. Η σπανιότητα και η σπουδαιότητα των εκδόσεων που περιλαμβάνει η σχετικά μικρή αυτή συλλογή κατατάσσουν τη βιβλιοθήκη μεταξύ των τεσσάρων σημαντικότερων του Αγίου Όρους. Πολλά βιβλία αγοράστηκαν, αλλά ο κύριος κορμός της βιβλιοθήκης προέρχεται από βιβλιοθήκες λογίων μοναχών της μονής, που τις κληροδοτήθηκαν μετά τον θάνατό τους, ή από άλλες εκκλησιαστικές προσωπικότητες αλλά και λαϊκούς, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει δεσμούς με το μοναστήρι.

Σύμφωνα με την καταμέτρηση του Γαβριήλ Διονυσιάτη (1886–1983), στη βιβλιοθήκη περιλαμβάνονται 6 αρχέτυπα, 200 εκδόσεις του 16ου αιώνα, 300 εκδόσεις του 17ου αιώνα και 1.250 εκδόσεις των ετών 1700–1850, αριθμοί που βάσει νεότερων καταμετρήσεων αναθεωρούνται.

Σήμερα η βιβλιοθήκη έχει 9 τίτλους του 15ου αιώνα, 194 του 16ου, 78 του 17ου και 484 του 18ου αιώνα. Σύνολο 765 τίτλοι.

Τα αρχέτυπα της μονής είναι τα ακόλουθα:

α) Γραμματικὴ Λασκάρεως τοῦ Βυζαντίου, Aldus, Βενετία 1494–1495.

β) Θεοδώρου Γραμματικῆς Εἰσαγωγῆς τῶν εἰς τέσσερα, Aldus, Βενετία 1495

γ) Ἀριστοτέλους Ὄργανον, Aldus, Βενετία 1495.

δ) Δημοσθένους Λόγοι 62, Λιβανίου Σοφιστοῦ ὑποθέσεις εἰς τοὺς αὐτοὺς λόγους, Aldus, Βενετία 1496 (δύο αντίτυπα).

ε) Θησαυρὸς Κέρας Ἀμαλθείας και Κῆπος Ἀδώνιδος, Aldus, Βενετία 1496.

στ) Ἀριστοφάνους Κωμῳδίαι Ἐννέα, Aldus, Βενετία 1498 (δύο αντίτυπα).

ζ) Λεξικὸν Σουΐδα, επιμ. Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Bissoli, Μεδιόλανα 1499.

Στα παλαίτυπα του 16ου αιώνα περιλαμβάνεται το μοναδικό στο Άγιον Όρος αντίτυπο της editio princeps των Εἰδυλλίων του Θεοκρίτου, που επιμελήθηκε στη Ρώμη ο Ζαχαρίας Καλλιέργης το 1516. Μοναδική επίσης στις αθωνικές βιβλιοθήκες είναι η έκδοση του 1567 του Πεντηκοσταρίου που τυπώθηκε στη Βενετία από τον Χριστόφορο Ζανέτο (Zanetti).

Μεταξύ των εκδόσεων του 18ου αιώνα το σπανιότερο στη βιβλιοθήκη είναι η Ἐκλογή τοῦ Ψαλτηρίου παντὸς του Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτη, το μοναδικό βιβλίο που τυπώθηκε στο Άγιον Όρος, στο τυπογραφείο της Μεγίστης Λαύρας του Δούκα Σωτήρη από τη Θάσο, το 1759. Επίσης, οι εκδόσεις του αδελφού της μονής Νικοδήμου του Αγιορείτη αντιπροσωπεύονται πλούσια, με πολλαπλά μάλιστα αντίτυπα της πρώτης έκδοσης της Φιλοκαλίας του 1782.

Στο Σκευοφυλάκιο της μονής φυλάσσεται ακόμη ένα Ευαγγέλιο του 1550, που εκδόθηκε από τον Ροβέρτο Στέφανο στο Παρίσι. Πρόκειται για εξαίρετο δείγμα τυπογραφικής τέχνης με πρωτότυπες μικρογραφίες του Χριστού, των Ευαγγελιστών και του αποστόλου Πέτρου, που ζωγραφήθηκαν ειδικά στις οικείες θέσεις του αντιτύπου της μονής Διονυσίου. 

Εκτός από τα αμιγώς θεολογικά, θα συναντήσουμε επίσης έργα του Ευγένιου Βούλγαρη, του Νικηφόρου Θεοτόκη, του Μελετίου Αθηνών, του Σαρλ Ρολλέν (Charles Rollin), του Γρηγορίου Φατζέα, του Παναγιωτάκη Κοδρικά, τη μετάφραση του Βολταίρου από τον Βούλγαρη (1768), τη μετάφραση του έργου του Μπεκκαρία (Beccaria) από τον Αδαμάντιο Κοραή με τον τίτλο Περὶ ἁμαρτημάτων καὶ ποινῶν (Παρίσι 1802).

Το βιβλιογραφείο. Αρκετοί μοναχοί της μονής αντέγραψαν κατά καιρούς κώδικές της: ο Δοσίθεος αντιγράφει το 1438 τον Κώδικα 440, ένας άλλος Δοσίθεος, που δρα γύρω στο 1540, αντιγράφει επίσης και τουλάχιστον πέντε κώδικες της μονής είναι γραμμένοι από το χέρι του (130, 148, 386, 486, 454).

Οργανωμένο όμως σκριπτόριο λειτούργησε από το τελευταίο τρίτο του 16ου αιώνα έως και το δεύτερο μισό του 17ου. Διακόσιοι περίπου κώδικες της μονής προέρχονται από το εργαστήριο αυτό. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση και την παραγωγή του έπαιξε ο Θεωνάς, μοναχός αρχικά και μετά ηγούμενος της μονής (1590–1600). Σύγχρονός του είναι ο Δανιήλ (1585 κ.εξ.) και ακολουθούν ο Ιγνάτιος (1602–1629), ο Ιωάσαφ (π.1633–1665) και ο Γαλακτίων (1627–1666).

Ο πρώτος που ασχολήθηκε με το θέμα του σκριπτορίου της Μονής Διονυσίου είναι ο Λίνος Πολίτης (1958 και 1977).

Βιβλιογραφία

Agati, Maria Luisa, «Un copista Greco della dominazione Ottomana: Δανιήλ. Da due manoscritti dei Museo Bizantino e Cristiano di Atene», Scriptorium 67 (2013), σ. 39–85, πίν. 4–18.

Cacouros, M., «Description des manuscrits grecs dates de la. Mone Dionysiou (Athos)», I manoscritti greci tra riflessione e dibattito: atti del V Colloquio internazionale di paleografia greca: Cremona, 410 ottobre 1998 (επιμ. G. Prato), Φλωρεντία, Gonnelli, 2000.

Cacouros, M., «Ignatios de Chio bibliothecaire, relieur et restaurateur a Dionysiou (Athos), ses collaborateurs et le fonctionnement de Patelier de reliure a Dionysiou au XVIIe siecle», Πρακτικά του ΣΤ΄ Διεθνούς Συμποσίου Ελληνικής Παλαιογραφίας (Δράμα, 21–27 Σεπτεμβρίου 2003), (επιμ. Β. Άτσαλος / Ν. Τσιρώνη), (Βιβλιοαμφιαστής: Παράρτημα 1), Αθήνα 2008.

Χρυσόβουλλο αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ του Κομνηνού, Ο Όσιος Διονύσιος ο κτίτωρ (μτφρ. Ι.Μ. Παρακλήτου Ωρωπού), Άγιον Όρος, Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου, 2004, σ. 89–99.

Cotsonis, J., «On some Illustrations in the Lectionary, Athos, Dionysiou 587», Byzantion 59 (1989), σ. 5–19.

Cuomo, V., «Athos Dionysiou 180 + Paris, suppl. Grec 495: Un nuovo manoscritto di Teodosio Principe», Byzantinische Zeitschrift 98 (2005), σ. 23–34.

Ευθύμιος, Διονυσιάτης, «Συμπληρωματικός Κατάλογος ελληνικών χειρογράφων Ιεράς Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους», επιμελεία Κ. Μανάφη, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 27 (1957), σ. 233–271.

Γαβριήλ, Διονυσιάτης, Η εν Αγίω Όρει Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου, Αθήνα 1959.

Galavaris, G., «The Illustrations of the Liturgical Homilies of Gregory Nazianzus», στο Studies in Manuscript Illumination 6, Πρίνστον, Princeton university press, 1969.

Γαλάβαρης, Γ., Ελληνική Τέχνη, Ζωγραφική Βυζαντινών Χειρογράφων, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1995.

Gratziou, Ο., Die dekorierten Handschriften des Schreibers Matthaios von Myra (1596–1624), Αθήνα 1982.

Hoffmann, G., «Ein Handschriften-Verzeichnis des Athosklosters Dionysiou aus dem Jahre 1627», Byzantinische Zeitschrift 44 (1951), σ. 272–277.

Καδάς, Σ.Ν., «Η εικονογράφηση των ευαγγελισταρίων του Αγίου Όρους», Αφιέρωμα στη μνήμη Στυλιανού Πελεκανίδη, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 54–67.

Καδάς, Σ.Ν.Τα εικονογραφημένα χειρόγραφα του Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης: Βυζαντινά Μνημεία 15, 2008.

–––––, Κώδιξ Ιεράς μονής Διονυσίου Αγίου Όρους (αρ. χειρογράφου 627), ιη΄–ιθ΄αι., Άγιον Όρος 1994.

–––––, Τα σημειώματα των χειρογράφων της Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1996.

–––––, Η ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου. Ιστορία - Τέχνη - Κειμήλια. Προσκυνηματικός Οδηγός, Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου, Άγιον Όρος 1997.

–––––, Η ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου. Προσκυνηματικός Οδηγός. Ιστορία - Τέχνη - Κειμήλια, Άγιον Όρος 2008.

Κιτρομηλίδης Π.Κ., «Η βιβλιοθήκη των εντύπων της Ιεράς Μονής Διονυσίου», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 7 (2004), σ. 207–226.

Κουρίλας, Ευλόγιος (Λαυριώτης), «Κατάλογος αγιορειτικών χειρογράφων: Α΄. Κώδικες της Μονής του Αγίου Διονυσίου εν Άθω μη περιεχόμενοι εν τω εκδοθέντι καταλόγω του Σπ. Λάμπρου», Θεολογία (14) 1936, σ. 42–52, 114–128, 330–347.

Κωνσταντινίδης, Κ.Ν., «Το Ψαλτήρι αρ. 385 της Μονής Διονυσίου. Ένα άγνωστο χρονολογημένο Κυπριακό χειρόγραφο του 15ου αιώνα», Ενθύμησις Νικολάου Μ. Παναγιωτάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2000, σ. 361–369.

–––––, «Η βιβλιοθήκη της ιεράς μονής Διονυσίου Αγίου Όρους», Δωδώνη – Ιστορία και Αρχαιολογία 38–42 (2008–2013), σ. 69–104.

Lamberz, Ε., «Νεώτερες έρευνες στις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους. Αποτελέσματα και συμπεράσματα», Διεθνές Συμπόσιο. Το Άγιο Όρος Χθες - Σήμερα - Αύριο, (Θεσσαλονίκη, 29 Οκτ. 1 Νοεμ. 1993), (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Μακεδονική Βιβλιοθήκη 84), Θεσσαλονίκη 1996, σ. 157–165.

Λάμπρος, Σπ., «Οι παλίμψηστοι κώδικες των αγιορειτικών βιβλιοθηκών», Τα κατά την εορτήν της Πεντηκονταετηρίδος του Εθνικοῦ Πανεπιστημίου (επιμ. Γ. Καραμήτσας), Αθήνα 1888, σ. 297–314.

Καραμήτσας, Γ. (επιμ.), «Πλουτάρχεια απανθίσματα εν κώδικι αγιορειτικώ της μονης Διονυσίου», Τα κατά την εορτήν της Πεντηκονταετηρίδος του Εθνικοῦ Πανεπιστημίου, Αθήνα 1888, σ. 315–340.

–––––, Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, τόμ. 1 & 2, Cambridge: University Press 1895/1900.

–––––, «Ηροδότεια απανθίσματα εν αγιορειτικώ κώδικι της μονής Διονυσίου», Νέος Ελληνομνήμων 2 (1905), σ. 3–28.

–––––, «Ανέκδοτα απανθίσματα Διογένους του Λαερτίου», Νέος Ελληνομνήμων 3 (1906), σ. 257–376.

–––––, «Ωροευρέσια ποδικά. 1. Εκ του αρ. 289 κώδικος της Μονής Διονυσίου φ. 75α», Νέος Ελληνομνήμων 18 (1924), σ. 217–218.

Λαμψίδης, Οδ., «Βιογραφικά των αδελφών Διονυσίου, ιδρυτού της εν Αγίω Όρει μονής, και Θεοδοσίου μητροπολίτου Τραπεζούντος», Αρχείον εκκλησιαστικού και κανονικού δικαίου 18 (1963), σ. 101–124.

Lascaris, Μ., «Arsene Suchanov et les manuscrits de l’Athos», Byzantion 28 (1958), σ. 543–545.

Λαούρδας, Β., «Μητροφάνους, Βίος του οσίου Διονυσίου του Αθωνίτου», Αρχείον Πόντου 21 (1956), σ. 43–79.

Μανάφης, Κ.Α., «Σημείωμα περί των συμπληρωματικών καταλόγων των χειρογράφων της Ι.Μ. Διονυσίου», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 27 (1957), σ. 387–390.

Μανούσακας, Μ.Ι., «Ελληνικά χειρόγραφα και έγγραφα του Αγίου Όρους: Βιβλιογραφία», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 32 (1963), σ. 377–419.

Masuda, S., Η εικονογράφηση του χειρογράφου αρ. 587 της μονής Διονυσίου στο Άγιο Όρος, Θεσσαλονίκη 1990.

Μαυροπούλου-Τσιούμη, Χρυσάνθη, «Η εικονογράφηση του χειρογράφου αριθ. 20 της Μ. Διονυσίου στο Άγιον Όρος», Κέρνος, Τιμητικός τόμος Γ. Μπακαλάκη, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 96–101.

–––––, «Οι μικρογραφίες του Ψαλτηρίου αρ. 65 της Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους. Συμβολή στη μελέτη των Ψαλτηρίων και των βυζαντινών αντιγράφων», Κληρονομία 1 (1973), σ. 131–171.

–––––, «Εικονογραφημένα χειρόγραφα στο Άγιο Όρος, χρονολογημένα στο Β΄ και Γ΄ τέταρτο του 14ου αιώνα, Διεθνές Συμπόσιο». Το Άγιο Όρος Χθές-Σήμερα-Αύριο, (Θεσσαλονίκη, 29 Οκτωβρίου–Νοεμβρίου 1993), (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Μακεδονική Βιβλιοθήκη 84), Θεσσαλονίκη 1996, σ. 211–227.

Mercati, S., «Su una poesia giambica nel codice 605 del monastero di Dionysio nel monte Athos», Byzantinische Zeitschrift 52 (1959), σ. 11–12.

Μεργιαλή-Σαχά, Σοφία, «Πειρατές και Ασκητές: το φαινόμενο της πειρατείας μέσα από τα αγιολογικά κείμενα της παλαιολόγειας εποχής», Ιόνιος Λόγος 2 (2010), σ. 221–234.

Μητροφάνης, μοναχός, «Βίος και πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Διονυσίου του συστησαμένου την σεβασμίαν μονήν του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού υποκάτω του μικρού Άθω», Ο Όσιος Διονύσιος ο κτίτωρ, (μτφρ. Ι. Μ. Παρακλήτου Ωρωπού), Άγιον Όρος 2004, σ. 10–87.

Montfaucon, D.B., Bibliotheca Coisliniana olim Segueriana..., Παρίσι 1715.

Νικολόπουλος, Π. / Οικονομίδης, Ν., «Ιερά μονή Διονυσίου. Κατάλογος του αρχείου», Σύμμεικτα 1 (1966), σ. 257–327.

Oikonomidès, N., «Actes de Dionysiou», Archives de l’ Athos IV, CNRS, Παρίσι 1968.

Ο Όσιος Διονύσιος ο κτίτωρ, (μτφρ. Ι. Μ. Παρακλήτου Ωρωπού), Άγιον Όρος 2004.

Παπάζογλου, Γ., «Συμπληρωματικός κατάλογος χειρογράφων Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους (Συνοπτική αναγραφή χειρογράφων αρ. 805–1064)», Θεολογία 61 (1990), σ. 443–505.

Πελεκανίδης et al., Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Σειρά Α΄, Εικονογραφημένα Χειρόγραφα, τόμ. Α΄ Πρωτάτον, Μ. Διονυσίου, Μ. Κουτλουμουσίου, Μ. Ξηροποτάμου, Μ. Γρηγορίου, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1973, σ. 46–233 και 392–449.

Politis, L., «Eine Schreiberschule im Kloster των Οδηγών, Byzantinische Zeitscrift 51 (1958)», 17–36 και σ. 261–287.

Πολίτης, Λ., «Αγιορείτες βιβλιογράφοι του 16ου αιώνα, Ελληνικά 15 (1957)», σ. 375–384.

–––––, Οδηγός Καταλόγου χειρογράφων, Αθήνα 1961.

–––––, «Τα χειρόγραφα του Αγίου Όρους», Νέα Εστία [Αφιέρωμα στο Άγιον Όρος, Χριστούγεννα 1963], 74 (1963), σ. 116–127.

Πολίτης, Λ. / Πολίτη, Μ., «Βιβλιογράφοι 17ου–18ου αιώνα. Συνοπτική καταγραφή», Δελτίο του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου 6 (1994), σ. 313–645.

Πολίτης, Λ. / Μανούσακας, Μ., «Συμπληρωματικοί Κατάλογοι χειρογράφων Αγίου Όρους», Ελληνικά, Παράρτημα 24, Θεσσαλονίκη 1973.

Rosenquist, J.O., The Hagiographic Dossier of St. Eugenios of Trebizond in Codex Athous Dionysiou 154, Upsala 1996.

Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Καρυές Αγίου Όρους 1903/1988.

Spatharakis, I., «The date of the Illustrations of the Psalter Dionysiou 65», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 8 (1975–1976), σ. 173–177.

Θησαυροί του Αγίου Όρους. Έκθεση κειμηλίων στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στα πλαίσια της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης, Θεσσαλονίκη 1997.

Weitzmann, K., «An Imperial Lectionary in the Monastery of Dionysiou on Mount Athos. Its Origin and its Wanderings», Revue des études sud-est Européennes 1 (1969), σ. 239–253.

Ξυγγόπουλος, Α., «Κυνοκέφαλοι», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 9 (1977–1979), σ. 1–19.  

 

 

 

 

 

 

 

 

Επωνυμία: Βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Διονυσίου
Ιστορικό πλαίσιο: Βυζαντινή Εποχήsemantics logo
Χαρακτήρας: Μοναστηριακέςsemantics logo
Τόπος ίδρυσης: Άγιο Όροςsemantics logo
Τόπος λειτουργίας: Άγιο Όροςsemantics logo
Χρόνος ίδρυσης: Β΄ μισό του 14ου αιώνα (1370–1374)
Περιεχόμενα: Έγγραφα
Ειλητάρια
Χειρόγραφοι κώδικες
Έντυπα βιβλία
Δωρεές/Αγορές: Ναι
Εκδόσεις: Ναι
Ιδιοκτησία: Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιο Όρος)
Κτίρια: Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιο Όρος)
Διοίκηση: Αρχιμανδρίτης Πέτρος Διονυσιάτης
Νομικό πλαίσιο: Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ)
Πληροφορίες: Ιερά Μονή Διονυσίου, 630 87 Δάφνη Αγίου Όρους
Tηλέφωνο: (0030) 23770 23687 & 23688
Fax: (0030) 23770 23686
Email: monidionisiou@gmail.com
Τηλέφωνο αντιπροσωπείου (Καρυές): (0030) 23770 23272
Ωράριο: Ανατολή έως δύση ηλίου
Λέξεις κλειδιά: Διονύσιος
Θεοδόσιος Φιλοθεΐτης
Τζώρτζης αγιογράφος
Ιωάννης Καποδίστριας
Ιερομόναχος Ιγνάτιος
Ιωάννης Κομνηνός
J.D. Carlyle
Philipp Hunt
Robert Curzon
J.P. Fallmerayer
Victor Langlois
Ι.Μ. Ραπτάρχης
Luis Petit
Robert Blake
Νίκος Βέης
Μανόλης Τριανταφυλλίδης
Franz Dölger
Μοναχός Θεόκλητος
Π. Νικολόπουλος
Ν. Οικονομίδης
Ευλόγιος Κουρίλας
Κ. Μανάφης
Μοναχός Ευθύμιος
Λ. Πολίτης
Μ. Μανούσακας
Σ. Καδάς
Αθανάσιος ο ρήτωρ
Αρσένιος Σουχάνοφ
Αναφέρει: Εικόνες
Η Μονή Διονυσίου στο Άγιο Όρος.
Η Βιβλιοθήκη χειρογράφων και εντύπων της Μονής Διονυσίου.
Μονή Διονυσίου.
Χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος.
Η Μονή Διονυσίου.
Κωνσταντίνος Λάσκαρις, «Επιτομή των οκτώ του λόγου μερών».
Η Μονή Διονυσίου δεσπόζει στον απόκρημνο βράχο.
Η Μονή Διονυσίου, Charles Martel, 1919. Φωτογραφία: Bertrand Prévost, Κέντρο Ζορζ Πομπιντού.
Σημειώσεις: Οι βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους: https://www.ekt.gr/el/publications/29893
Άδεια χρήσης: Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές (CC BY-NC-ND 4.0)
Δικαιώματα: Το λήμμα αποτελεί πρωτότυπη επιστημονική εργασία της ομάδας ανάπτυξης του ψηφιακού χώρου «Περί Βιβλιοθηκών».
Εμφανίζεται στις συλλογές:Βιβλιοθήκες
Προβολή λιγότερων
Εικαστικό Υλικό
Προβολή λιγότερων