Το Μουσείο και η Βιβλιοθήκη των Πτολεμαίων στην Αλεξάνδρεια

Η ίδρυση του Μουσείου της Αλεξάνδρειας. Η συγκρότηση του  Μουσείου και της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, η οργάνωση και λειτουργία τους και κυρίως η meibomiusτύχη τους έχει κυριολεκτικά εξάψει τη φαντασία ιστορικών και χρονογράφων, τουλάχιστον από τα μέσα του 20ού αιώνα. Ελάχιστες ή μηδαμινές είναι οι πληροφορίες για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του Μουσείου και περιορίζονται εν πολλοίς σε φανταστικές εικαστικές αποδόσεις του. Τα μόνα αρχαία στοιχεία είναι η περιγραφή της Αλεξάνδρειας από τον Στράβωνα, που στην ουσία δεν προσθέτει κάτι συγκεκριμένο αλλά περιορίζεται σε γενικότητες.

Το Μουσείον οργανώθηκε με πρότυπο τις φιλοσοφικές σχολές που είχαν ιδρυθεί ήδη από τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. —αυτή της Μιλήτου είχε πρώτο σχολάρχη τον Θαλή. Στο πρότυπο της σχολής του Πυθαγόρα πιθανότατα οργανώθηκαν η Ακαδημία του Πλάτωνα και το Λύκειο του Αριστοτέλη, ιδιαίτερα από την εποχή της σχολαρχίας του Θεόφραστου (322 π.Χ. και μετά). Τα γενικά χαρακτηριστικά των σχολών αυτών ήταν η κοινοβιακή ζωή των μελών, την οποία ρύθμιζε συγκεκριμένος κανονισμός όχι μόνο ως προς την εκπαίδευση αλλά και ως προς τις εξωσχολικές και εορταστικές εκδηλώσεις.

Οι φιλοσοφικές αυτές σχολές ήταν οικοδομημένες με συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό σχέδιο, το οποίο μάλιστα υπήρξε τυπικό για όλες τις βιβλιοθήκες κατά τη ρωμαϊκή εποχή και μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. Τα κατεξοχήν διακριτικά στοιχεία είναι η απόλυτη συμμετρία με άξονα τον επίσημο ναό των Μουσών —έδρα και της βιβλιοθήκης— και η ανάπτυξη βοηθητικών στεγασμένων χώρων με πρόσβαση σε στοά που έβλεπε στο ορθογώνιο αίθριο.

Είναι παράξενο που, μολονότι το Μουσείο της Αλεξάνδρειας λειτούργησε σε περιβάλλον κοσμοπολίτικο για εννέα αιώνες (τρεις αιώνες προ Χριστού και μέχρι την κυρίευση της Αλεξάνδρειας από τους Άραβες το 636 μ.Χ.), δεν υπάρχει διαθέσιμη καμιά απολύτως περιγραφή του αρχιτεκτονήματος ούτε στοιχεία για τον κανονισμό της λειτουργίας του ερευνητικού αυτού κέντρου. Το μόνο γνωστό είναι ότι επικεφαλής του Μουσείου υπήρχαν ιερείς, ότι τα μέλη του  ήταν οικότροφοι και ότι αμείβονταν από το βασιλικό θησαυροφυλάκιο. Η εικόνα για το Μουσείο ήταν ακόμη πιο συγκεχυμένη, προτού ανακαλυφθεί ένας πάπυρος στην Οξύρρυγχο όπου εμφανίζονται τα ονόματα των προϊσταμένων με πρώτο τον Ζηνόδοτο από την Έφεσο, ο οποίος πρέπει να ανέλαβε καθήκοντα μετά το 283 π.Χ.

Τουλάχιστον τρία ήταν τα μεγάλα επιτεύγματα του Μουσείου της Αλεξάνδρειας:

  1. Η συγκέντρωση όλης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας σε κάθε διάλεκτο, η αποκατάσταση των κειμένων με φιλολογικούς κανόνες και η έκδοσή τους συνοδευόμενη από υπομνηματισμούς και γλωσσάρια.
  2. Η συστηματική ταξινόμηση του υλικού κατά συγκεκριμένες θεματικές ενότητες και κατ’ αλφαβητική τάξη, με τρόπο ώστε κάθε λήμμα να αντιπροσωπεύει ένα πλήρες βιογραφικό και εργογραφικό σημείωμα εγκυκλοπαιδικού τύπου.
  3. Η συστηματική προσπάθεια μεταγλώττισης στην ελληνική κοινή της ετερόγλωσσης γραμματείας με σκοπό να γίνει προσιτή και να αποτιμηθεί στη σωστή της αξία η πνευματική παράδοση των λαών που τελούσαν υπό την κυριαρχία των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, με τρανότερο παράδειγμα την Παλαιά Διαθήκη στη μετάφραση των Εβδομήκοντα.

Στη μελέτη αυτή, που θα επεκταθεί μέχρι την κατάκτηση της Αλεξάνδρειας από τους Άραβες (636 μ.Χ.), θα δοθεί η ευκαιρία να σχολιαστούν τα περί της πυρπόλησής της και τα της διάρκειας της πολιορκίας της πόλης από τα στρατεύματα του στρατηγού του πτολεμαϊκού στρατού Αχιλλά, όπως και οι φήμες περί εσκεμμένης καύσης των βιβλίων κατά διαταγή του χαλίφη Ομάρ. 

Το ιστορικό της οικουμενικής Βιβλιοθήκης. Μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη και του Μ. Αλεξάνδρου την ίδια χρονιά (323 π.Χ.), το όραμα που είχε πιθανότατα ptolemyεκμυστηρευτεί ο Αλέξανδρος στον Πτολεμαίο Α´ μόνον ο τελευταίος σχολάρχης του Λυκείου και πιστός φίλος και συνεργάτης του Σταγειρίτη, ο Θεόφραστος, θα μπορούσε να το πραγματοποιήσει. Ο Θεόφραστος ανέλαβε τη διεύθυνση στο Λύκειο, όταν ο Αριστοτέλης ηθελημένα αυτοεξορίστηκε στα κτήματα της μητέρας του στη Χαλκίδα της Εύβοιας όπου και απεβίωσε.

Μολονότι ο Θεόφραστος προσκλήθηκε από τον Πτολεμαίο Α´ να αναλάβει την οργάνωση του Μουσείου στην Αλεξάνδρεια (και να μεταφέρει άρα τη σχολή εκεί), αρνήθηκε την πρόταση. Ο Στράτων, που τον διαδέχθηκε ως σχολάρχης στο Λύκειο (287–269 π.Χ.), μετοίκησε μεν στην Αλεξάνδρεια για άγνωστο χρονικό διάστημα, αλλά αρκέστηκε στην έρευνα θεμάτων σχετικών με τη φύση.

Δημήτριος ο Φαληρεύς. Ένας σπουδαίος πολιτικός άνδρας και μέλος του Περιπάτου  έμελλε να παίξει κεφαλαιώδη ρόλο στη συγκρότηση του Μουσείου της Αλεξάνδρειας, ο Δημήτριος ο Φαληρεύς. Ήταν ο κατεξοχήν σύμβουλος του Πτολεμαίου Α´demetrios για την οργάνωση του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης. Ο Δημήτριος δεν ήταν ένας ακόμη μαθητής του Αριστοτέλη, αλλά υπήρξε επιπλέον εκπρόσωπος του φιλομακεδονικού κόμματος της Αθήνας και από το 317 ανέλαβε κυβερνήτης (επιστάτης) της πόλης: αν η εικόνα του κτίσματος του Λυκείου στα χρόνια της σχολαρχίας του Αριστοτέλη δεν συμφωνεί με τα σημερινά αρχαιολογικά ευρήματα, αυτό οφείλεται στην παρέμβαση του Δημήτριου που τροποποίησε τη νομοθεσία περί κτήσεως για τους μετοίκους (ἔγκτησις) και έτσι κατόρθωσε ο Θεόφραστος να γίνει κάτοχος του Λυκείου και να επεκτείνει τις εγκαταστάσεις του. Τη θέση του επιστάτου την κράτησε μέχρι το 307, οπότε απομακρύνθηκε από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή. Με ενδιάμεσο σταθμό τη Θήβα, ο Δημήτριος κατέληξε στην Αλεξάνδρεια και εντάχθηκε στο αυλικό περιβάλλον του Πτολεμαίου από το 307 μέχρι το 280 π.Χ. περίπου, όταν εξορίστηκε από τον Πτολεμαίο Β´ Φιλάδελφο.

Τα πνευματικά ενδιαφέροντα του Φαληρέα στον τομέα της λογοτεχνίας επικεντρώθηκαν στον Όμηρο και έγραψε ειδικές μελέτες και ερμηνευτικά σχόλια στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Συγκρότησε επίσης συλλογή μύθων του Αισώπου (Λόγων Αἰσωπείων συναγωγὴ) και ανθολόγιο με αποφθέγματα των επτά σοφών. Ως φιλόσοφος φέρεται να έγραψε Προτρεπτικό, δοκίμια σε διαλογική μορφή (Πτολεμαῖος, Ἀριστείδης, Ἀριστόμαχος) και το πολύτομο σύγγραμμα Περὶ ὀνείρων. Πολιτικοϊστορικά θέματα που τον απασχόλησαν ήταν σχετικά με άρχοντες της Αθήνας (ἀρχόντων ἀναγραφὴ) και σχετικά με το πολίτευμα και τους νόμους των Αθηναίων (Περὶ τῆς Ἀθήνησι νομοθεσίας καί Περὶ τῶν Ἀθήνησι πολιτειῶν), έργα που υποδεικνύουν πόσο επηρέασε η σκέψη του Αριστοτέλη τη δική του θεώρηση για τα πράγματα. Μνημονεύεται επίσης ένας παιάνας που συνέθεσε εις δόξαν του θεού Σέραπη και ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον θεραπευτή θεό για την αγωγή που ακολούθησε και ανέκτησε την όρασή του. Αυτή άλλωστε είναι η αρχαιότερη σωζόμενη πληροφορία για τη λατρεία του θεού Σέραπη στην Αλεξάνδρεια.

Στράτων ο Λαμψακηνός. Ένα άλλο μέλος του Λυκείου και σχολάρχης μετά τον Θεόφραστο ήταν ο Στράτων ο Λαμψακηνός, που η σχολαρχία του philadelphosκράτησε από το 287 μέχρι το 269 π.Χ. Φεύγοντας από τη γενέτειρά του, πήγε πρώτα στην Αθήνα, όπου μαθήτευσε στο Λύκειο δίπλα στον Θεόφραστο, και μετά στην Αίγυπτο ως δάσκαλος του Πτολεμαίου Β´ Φιλάδελφου, απασχόληση για την οποία αμείφθηκε μάλιστα με ογδόντα τάλαντα κατά τον Διογένη Λαέρτιο, ενταγμένος στην αυλή της Αλεξάνδρειας.

Στο περιβάλλον του Μουσείου ο Στράτων δεν συνέχισε να παραδίδει τη διδασκαλία του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου, αλλά ασχολήθηκε με τη φυσική φιλοσοφία, εξού και το παρωνύμιό του φυσικός. Επηρεασμένος από τις θεωρίες και τις ιδέες του Λεύκιππου και του Δημόκριτου, ήταν ενθουσιώδης οπαδός του υλισμού και απέρριπτε τη θεωρία περί αθανασίας της ψυχής. Οι θεωρίες του για τη φύση έδωσαν νέα ώθηση στη μηχανική κατά την πτολεμαϊκή εποχή.

Η πρώτη περίοδος του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης ορίζεται από την τελευταία δεκαετία του 4ου αιώνα π.Χ. μέχρι τον θάνατο του Πτολεμαίου Α´ το 282 π.Χ. Τότε coinέπρεπε να αντιμετωπιστούν πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά ζητήματα για τη θέση που θα καταλάμβαναν το Μουσείο και οι αναγκαίες εγκαταστάσεις οι οποίες ήταν να οικοδομηθούν προκειμένου να εξυπηρετούνται λειτουργικές του ανάγκες. Τότε επίσης τέθηκαν θέματα σχετικά με την οργάνωση του ερευνητικού προγράμματος και τον προσδιορισμό των στόχων του ιδρύματος.

Ο Πτολεμαίος Α´, ο επονομαζόμενος Σωτήρ (βασ. 304–282 π.Χ.), ιδρύοντας ένα πανελλήνιο πνευματικό κέντρο στην Αλεξάνδρεια κατά τα πρότυπα της σχολής στη Μίεζα της Μακεδονίας, όπου δίδασκε ο Αριστοτέλης, και του Λυκείου αργότερα, εκπλήρωνε ένα όραμα του Μ. Αλεξάνδρου για την ίδρυση ενός πνευματικού κέντρου στην Αλεξάνδρεια στο πρότυπο του Λυκείου. Για την πρώτη περίοδο της Βιβλιοθήκης, αυτή που χρονολογείται από της αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. μέχρι τον θάνατο του Πτολεμαίου Α´ (282 π.Χ.), δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα και το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι ότι ο Δημήτριος ο Φαληρεύς υπέδειξε στον βασιλιά ορισμένες γενικές κατευθύνσεις, σύμφωνες με ό,τι επικρατούσε στο Λύκειο των Αθηνών. Δύο πρέπει να ήταν τα πρώτα μελήματα: α. η μεθόδευση της απόκτησης κάθε συγγράμματος ή τμήματός του αλλά και ολόκληρων συλλογών και β. η επιλογή του χώρου όπου επρόκειτο να ανεγερθεί το Μουσείο και οι άλλοι χώροι εργασίας και διαμονής των μελών του και του προσωπικού.

Χορηγοί στην Αλεξάνδρεια. Στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής πολιτιστικής ζωής η χορηγία δεν είναι νεωτερισμός της ελληνιστικής εποχής. Ανάγεται στα χρόνια των τυράννων της αρχαϊκής εποχής, του Πολυκράτη και του Πεισίστρατου, και εκδηλώνεται με τους πάτρωνες του Σιμωνίδη και του Πινδάρου. Ο θεσμός αυτός συνεχίστηκε στην Αθήνα του Περικλή και έπειτα στην αυλή της Μακεδονίας του Φιλίππου Β´, όπου ο Αρχέλαος ο πρεσβύτερος, ο Ευριπίδης, ο Τιμόθεος κ.ά. είχαν την οικονομική στήριξή του. Η παράδοση της πατρωνίας όχι μόνο συνεχίστηκε στα ελληνιστικά χρόνια, αλλά διευρύνθηκε περαιτέρω στα αυτοκρατορικά χρόνια, κυρίως στη Ρώμη, με τη μόνη διαφορά ότι ο θεσμός του μαικήνα στη Ρώμη συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά με την ποίηση, ενώ στα ελληνιστικά χρόνια, και ιδίως στην Αλεξάνδρεια, αγκάλιαζε όλη τη γνώση, γραπτή και προφορική.

Η πρώτη και η μεγαλύτερη ποτέ χορηγία κατά την ελληνιστική εποχή συνδέεται με την ίδρυση και τη λειτουργία του Μουσείου, κυρίως με τη στελέχωσή του  και την προσκόλληση Ελλήνων επιστημόνων από όλο τον ελληνικό κόσμο προκειμένου να συμμετάσχουν στο μοναδικό αυτό εγχείρημα και να εξασφαλίσουν έτσι την άνετη διαβίωσή τους. Οι Πτολεμαίοι αναζήτησαν σε κάθε πνευματικό κέντρο και πέρα από τον ελληνικό κόσμο τους καταλληλότερους συγγραφείς σε κάθε θέμα και τους προσκάλεσαν στην Αλεξάνδρεια.

Εκαταίος. Ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης, φιλόσοφος και ιστορικός, έζησε για ένα διάστημα στην αυλή του Πτολεμαίου Α´ και συνέγραψε τα Αἰγυπτιακά, την πρώτη ιστορία για τον πολιτισμό της Αιγύπτου , η οποία υπήρξε κατ’ αυτόν εστία και πηγή του παγκόσμιου πολιτισμού.

Αλέξανδρος. Ο τραγικός ποιητής και γραμματικός Αλέξανδρος ο Αιτωλός προσκλήθηκε το 280 π.Χ. από τον Πτολεμαίο Β´ Φιλάδελφο για να αναλάβει την ταξινόμηση των τραγωδιών και των σατυρικών δραμάτων συγγραφέων που θησαυρίζονταν στη Βιβλιοθήκη. Παράλληλα όμως αναγνωρίστηκε και η δική του ποιητική τέχνη: ο Αλέξανδρος αναδείχθηκε σε έναν από τους επτά σημαντικότερους τραγικούς ποιητές της πόλης και συμπεριλήφθηκε στην αλεξανδρινή Πλειάδα.

Σωσίβιος. Ο Σωσίβιος ο Λάκων πάλι, ο επονομαζόμενος λυτικός, γραμματικός του 3ου αιώνα π.Χ., κέρδισε φήμη για την ικανότητα του  να επιλύει ομηρικά προβλήματα και ασχολήθηκε με αρχαιογνωστικές μελέτες και ειδικότερα με τις αρχαιότητες στη Σπάρτη (Περὶ τῶν ἐν Λακεδαίμονι θυσιῶν και ένα δοκίμιο με τον τίτλο Χρόνων ἀναγραφή).

Ερατοσθένης. Τον Ερατοσθένη τον Κυρηναίο, που είχε σπουδάσει, όπως ο ίδιος έλεγε, στην Αθήνα δίπλα στον Ζήνωνα, τον Αρκεσίλαο και τον Αρίστωνα, τον προσκάλεσε γύρω στο 246 π.Χ. ο Πτολεμαίος Γ´ Ευεργέτης με σκοπό να αναλάβει τη διεύθυνση της Βιβλιοθήκης.

Κόνων. Ο Κόνων από τη Σάμο, δάσκαλος του Αρχιμήδη, έδρασε στην αυλή του Πτολεμαίου Γ´ Ευεργέτη ως μέλος του Μουσείου, παρήγαγε μαθηματικά και αστρονομικά συγγράμματα και έδωσε σε έναν αστερισμό το όνομα «πλόκαμος (ή κόμη) της Βερενίκης» προς τιμήν της συζύγου του βασιλιά.

Περί του θρησκευτικού χαρακτήρα του Μουσείου. Για τον θρησκευτικό χαρακτήρα του Μουσείου της Αλεξάνδρειας μαρτυρεί ο Στράβων, αναφέροντας (17, 1, 8) ότι υπήρχε εκεί εντεταλμένος ιερεύς, τον οποίο όριζε ο εκάστοτε βασιλέας της Αιγύπτου. Τα μέλη του Μουσείου ήταν αφοσιωμένα στη θεραπεία των Μουσών, είχαν τα ενδιαιτήματα τους στον περίβολο των ανακτόρων, και η βασιλική αυλή τους εξασφάλιζε όλες τις απαραίτητες διευκολύνσεις για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Η παράδοση αυτή διατηρήθηκε και στη ρωμαϊκή εποχή, οπότε τον ιερέα των Μουσών τον διόριζε ο καίσαρας. Τα μέλη του Μουσείου συμμετείχαν και σε διάφορους εορτασμούς (με λογοτεχνικές απαγγελίες και μουσικές εκδηλώσεις), ανάλογους με τις τελετές στην κοιλάδα των Μουσών στις Θεσπιές, στην αρχαία Βοιωτία, τα λεγόμενα Μούσεια.

mouses

Πέρα από τον ιερέα του Μουσείου υπήρχαν προφανώς διοικητικοί υπάλληλοι που φρόντιζαν για την καλή λειτουργία του πνευματικού αυτού κέντρου. Όπως, ο επιστάτης του, επί παραδείγματι, που μετέφερε τις βασιλικές εντολές στα μέλη του Μουσείου, ήταν επιφορτισμένος να τους καταβάλλει τις αμοιβές, να τους καλύπτει άλλες σχετικές δαπάνες και να εξασφαλίζει την άνετη διαβίωσή τους. Αυτός πρέπει να ήταν υπεύθυνος για την αγορά βιβλίων και συλλογών που θα εμπλούτιζαν τη βιβλιοθήκη αλλά και για την κατασκευή ποικίλων μηχανών και οργάνων σχετικών με τις έρευνες που διεξάγονταν στον τομέα της φυσικής και της μηχανικής.

Ελληνοαιγυπτιακή θρησκεία. Το αιγυπτιακό ιερατείο (οι φύλακες της επίγειας γνώσης και της μεταθανάτιας ζωής) που χρονολογείται από τα πρώτα χρόνια του αιγυπτιακού πολιτισμού, γύρω στο 3200 π.Χ., δεν αναγνώρισε ποτέ κάποιον ξένο ως ισότιμο του φαραώ ή κάποιον θεό ξένης θρησκείας. Ο πρώτος που κέρδισε αυτή την αναγνώριση ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος ως «γιος του Άμμωνα», όπως τον αποκάλεσε το μαντείο του Άμμωνα Ρα. Έκτοτε άρχισε σταδιακά η ταύτιση του αιγυπτιακού πανθέου με τους Ολύμπιους θεούς: ο Όσιρις ταυτίστηκε με τον Διόνυσο, ο Άμμων με τον Δία, η Νεΐτ με την Αθηνά, η Ίσις με την Αφροδίτη, ενώ η καινούρια θεότητα, ο Σέραπις (ή Σάραπις), αντιστοιχεί στον Άπη (= Άσερ χάπι, δηλαδή Όσιρις Άπις). Η χθόνια αυτή θεότητα έχει μορφή ώριμου άνδρα, μοιάζει πολύ με τον Πλούτωνα, φέρει στο κεφάλι το μόδιον, δηλαδή ένα καλάθι που χρησίμευε ως μέτρο μέτρησης των σιτηρών, κρατάει σκήπτρο, ενώ στα πόδια του εικονίζεται ο Κέρβερος και ένα κουλουριασμένο φίδι.

Στη θρησκευτική ζωή της πτολεμαϊκής Αλεξάνδρειας η ελληνοαιγυπτιακή θρησκεία θριάμβευε επί της αρχαιοελληνικής. Αυτό πιστοποιείται από τις αφιερωματικές isisserapisεπιτοίχιες επιγραφές που ανακαλύφθηκαν σε δημόσια ή ιδιωτικά ιερά όπου αναφερόταν ότι οι αφιερώσεις γίνονταν υπέρ βασιλέως Πτολεμαίου.

Τρανό παράδειγμα της υιοθέτησης από τους Πτολεμαίους των αιγυπτιακών προτύπων στις πράξεις λατρείας είναι η πομπή που οργανώθηκε στην αρχή της βασιλείας του Πτολεμαίου Β´ Φιλάδελφου, την οποία περιγράφει ο Καλλίξενος (ή Καλλίξεινος) από τη Ρόδο, όπως θα δούμε παρακάτω.

Ωστόσο, η εικόνα αυτή της θρησκευόμενης Αλεξάνδρειας δεν ισχύει για την υπόλοιπη επικράτεια της Αιγύπτου: με εξαίρεση την περιοχή του Φαγιούμ, στις άλλες μεγάλες πόλεις εξακολουθούσε να λατρεύεται το αρχαίο αιγυπτιακό πάνθεον. Ο Πτολεμαίος Α´ πάντως είχε φροντίσει να εκδώσει διάταγμα που έδινε την άδεια να ανεγείρονται ναοί προς τιμήν των Ολύμπιων θεών ή θεών του αιγυπτιακού πανθέου.

Οι λατρείες στην Αλεξάνδρεια μπορούν να καταταχθούν σέ πέντε κυρίως  κατηγορίες:

α) των Ολύμπιων θεών και άλλων συναφών θεοτήτων

β) των θεών της πτολεμαϊκής περιόδου

γ) των ελληνοαιγύπτιων θεοτήτων, όπως ήταν ο Σέραπις και ο Άμμων Ζευς

δ) των ξένων θρησκειών πλην του ιουδαϊσμού και

ε) του ιουδαϊσμού.

Εκτός από τη σύζευξη θεών του αιγυπτιακού πανθέου με Ολύμπιους θεούς (Αδελφοί Θεοί), από το βασιλικό περιβάλλον επιβλήθηκαν ορισμένες θεότητες που ανήκαν στη «δυναστική λατρεία», στις οποίες συγκαταλέγονταν μέλη της δυναστείας των Πτολεμαίων και ο ίδιος ο Αλέξανδρος. Φαίνεται μάλιστα ότι ο στρατηλάτης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση της λατρείας του ηγεμόνα, όπως διαφαίνεται και από την απαίτησή του να τον λατρεύουν ως θεό οι πόλεις του Συνεδρίου της Κορίνθου. Ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος πάλι καθιέρωσε να λατρεύονται δημοσίως ο ίδιος αλλά και η σύζυγος και αδελφή του Αρσινόη ως αδελφοί θεοί. Προς τιμήν της μάλιστα ανεγέρθηκαν ναοί (Αρσινόειον) στην Αλεξάνδρεια αλλά και στην περιοχή του Φαγιούμ.

Οι προϊστάμενοι της Βιβλιοθήκης και του Μουσείου. Όσο η Επιστολή του Αριστέα αποτελούσε τη μοναδική πηγή πληροφοριών για την οργάνωση της Βιβλιοθήκης ο Δημήτριος ο Φαληρεύς θεωρείτο ο κατ’ εξοχήν επικεφαλής της. Από τότε όμως που βρέθηκε ένας πάπυρος στην Οξύρρυγχο (παπ. 1241) το ζήτημα διαλευκάνθηκε δια παντός, καθώς εκεί αναγράφονται χρονολογικά οι προϊστάμενοί της με την ένδειξη: προέστη της του βασιλέως βιβλιοθήκης. Όλοι τους ήταν άνθρωποι με εξαιρετικές γνώσεις γύρω από την αρχαία γραμματεία, προικισμένοι γραμματικοί και πανεπιστήμονες κατά περίπτωση. Ως προϊστάμενοι της βιβλιοθήκης υπηρέτησαν κατά χρονολογική τάξη ο Ζηνόδοτος, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, ο Ερατοσθένης, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, ο Απολλώνιος ο Ειδογράφος, ο Αρίσταρχος, ο Κύδας και ο Ονήσανδρος από την Πάφο. Στο παπυρικό αυτό εύρημα αναφέρονται επίσης ο Αμμώνιος, ο Διοκλής και ο Απολλόδωρος, χωρίς όμως καμιά μνεία για τη σχέση τους με τη Βιβλιοθήκη. 

Ας επαναλάβουμε εδώ ότι οι προϊστάμενοι της Βιβλιοθήκης λειτουργούσαν ταυτόχρονα και ως παιδαγωγοί των μελών της βασιλικής οικογένειας, όπως αναφέρθηκε ήδη στην περίπτωση του Στράτωνα.

Ζηνόδοτος. Ο Ζηνόδοτος γεννήθηκε στην Έφεσο, υπήρξε μαθητής του Κώου Φιλητά (ή Φιλήτα), έδρασε τον 4ο με 3ο αιώνα π.Χ. και ως γραμματικός ειδικεύτηκε στην επική ποίηση. Ως προϊστάμενος της Βιβλιοθήκης επικεντρώθηκε στο ξεδιάλεγμα και την καταλογογράφηση των επών του Ομήρου κυρίως. Η μαθητεία του δίπλα στον Φιλητά, ο οποίος χαρακτηριζόταν ποιητὴς ἅμα καὶ κριτικός, τον εφοδίασε με γνώσεις αρκετές ώστε να αναλάβει ιδιαίτερα σημαντικές φιλολογικές πρωτοβουλίες, όπως τη διαίρεση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας στις επιμέρους ραψωδίες και τη σύνταξη γλωσσαρίου του ποιητή (Γλῶσσαι ὁμηρικαί). Υπήρξε ο πρώτος διορθωτής των ομηρικών ποιημάτων —και όχι μόνο, αφού καταπιάστηκε και με τα ησιόδεια—, αναθεωρώντας γραφές, προβαίνονται σε διορθώσει και επεμβαίνοντας στο κείμενο εν όψει της έκδοσής του.

Ο Ζηνόδοτος είναι από τους γραμματικούς που αναζήτησαν κριτήρια γνησιότητας των προς επεξεργασία κειμένων της επικής ποίησης που είχαν στα χέρια τους και προχώρησε σε καίριες επεμβάσεις, κάνοντας χρήση του οβελού (= σημάδι διαγραφής). Στην ίδια φιλολογική κατεύθυνση αλλά ακόμη πιο μεθοδικά εργάστηκαν ο Αρίσταρχος και ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος.

Ο Ζηνόδοτος, προκειμένου να φέρει εις πέρας το τεράστιο φιλολογικό εγχείρημα της κριτικής ανάγνωσης των κειμένων, είχε στα χέρια του  πλήθος αντίγραφα των επών του Ομήρου προερχόμενα από διάφορες ελληνικές πόλεις, όπως η Σινώπη, η Χίος, το Άργος ή περιοχές της Μασσαλίας, τα λεγόμενα εκ πόλεων.

Ωστόσο παραμένει ζήτημα γιατί δεν συνόδευσε τις εκδόσεις του με ερμηνευτικά υπομνήματα ή μονογραφίες και στέρησε έτσι τους διαδόχους του από τη δυνατότητα να εννοήσουν με τι κριτήρια έκανε τις διορθώσεις του.

Απολλώνιος ο Ρόδιος. Ο Απολλώνιος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια μεταξύ του 295 και 290 π.Χ., έλαβε όμως το προσωνύμιο «ο Ρόδιος», γιατί πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στο νησί. Υπήρξε μαθητής του Καλλίμαχου και ως γραμματικός ακολούθησε, όπως και ο Ζηνόδοτος, τον δρόμο της ποίησης. Καθήκοντα προϊστάμενου της Βιβλιοθήκης ανέλαβε στη δεκαετία μεταξύ 270 και 260 π.Χ., δηλαδή την εποχή του Πτολεμαίου Γ´ Ευεργέτη (247–222 π.Χ.). Υπήρξε σπουδαίος ποιητής της εποχής του  και συνέγραψε το πιο μακροσκελές έπος που σώζεται, από την εποχή του Ομήρου, τα Αργοναυτικά.

Οι σχέσεις μαθητή και δασκάλου διαταράχθηκαν με αφορμή το ποίημα του Καλλίμαχου Ίβις, στο οποίο στρεφόταν κατά του μαθητή του. Ο Απολλώνιος εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια γύρω στο 246 π.Χ. και εγκαταστάθηκε στη Ρόδο, όπου και επεξεργάστηκε μια δεύτερη έκδοση των Αργοναυτικών.

Ερατοσθένης ο Κυρηναίος. Τη θέση του Απολλώνιου του Ρόδιου ως προϊστάμενου της Βιβλιοθήκης κατέλαβε ένας άλλος μαθητής, όπως λέγεται, του Καλλίμαχου, ο Ερατοσθένης, που γεννήθηκε στην Κυρήνη το 295–290 π.Χ. (ή αργότερα;) και πέθανε, άγνωστο πότε, σε μεγάλη ηλικία πάντως, προς τα τέλη του 3ου αιώνα. Προτού αναλάβει τη διεύθυνση της Βιβλιοθήκης ο Ερατοσθένης είχε σπουδάσει στην Αθήνα δίπλα στους Στωικούς Ζήνωνα και Αρίστωνα από τη Χίο και τον Αρκεσίλαο από την Πιτάνη, όταν αυτός ήταν σχολάρχης στην Ακαδημία του Πλάτωνα. Γύρω στο 246 π.Χ. ο Πτολεμαίος Ευεργέτης τον προσκάλεσε στην Αλεξάνδρεια για να αντικαταστήσει τον Απολλώνιο τον Ρόδιο, εκτελώντας επίσης, όπως και όλοι οι προηγούμενοι προϊστάμενοι, χρέη βασιλικού παιδαγωγού.

Η ενασχόληση του Ερατοσθένη με τη λογοτεχνία, αλλά και την επιστήμη και τις τέχνες, μαρτυρεί την ευρυμάθεια και την πολυμέρειά του και τον υποδεικνύει ως ένα από τα καθολικά πνεύματα της εποχής του: ποιητής, κριτικός, αλλά και δεινός μαθηματικός —αν κρίνουμε από το ποίημα που λέγεται ότι του απέστειλε ως φόρο τιμής στη μαθηματική του σκέψη ο Αρχιμήδης, το αποκαλούμενο πρόβλημα βοεικόν—, υπήρξε επίσης εμπνευστής της χρονολόγησης της αρχαιότητας με βάση τους καταλόγους νικητών στους διάφορους αγώνες και βέβαια στους Ολυμπιακούς, την οποία πρωτοπαρουσίασε στο έργο του Χρονογραφίαι. Τον απασχόλησε η ιστορική γεωγραφία (φέρεται μάλιστα να δημιούργησε τον όρο «γεωγραφία»), αλλά και η επινόηση τεχνικού όρου για τα διάφορα επαγγέλματα, όπως διαφαίνεται και από τον όρο αρχιτεκτονικός (αρχιμάστορας). Αυτοχαρακτηρίστηκε φιλόλογος, εγκαινιάζοντας έτσι τον όρο που προσδιόριζε επακριβώς το κυρίως έργο του κύκλου των λογίων του Μουσείου που προέβαιναν στην έκδοση κειμένων.

Στο πολυδιάστατο έργο του συγκαταλέγονται και οι προσπάθειές του να βρει μέθοδο για τη μέτρηση της περιφέρειας της γήινης σφαίρας (Περὶ τῆς ἀναμετρήσεως τῆς γῆς) μετρώντας το μήκος των σκιών στην Αλεξάνδρεια και στη Συήνη της Αιγύπτου και συνυπολογίζοντας την απόσταση μεταξύ των δύο πόλεων —η περίμετρος της γης ήταν κατ’ αυτόν 225.000 στάδια (= 39.690 χιλιόμετρα): η περιφέρειά της στον ισημερινό εκτιμάται σήμερα σε 40.077 χιλιόμετρα.

Ας επισημανθεί εδώ ότι γυρίζοντας, μετά τη φοίτησή του στην Ακαδημία του Πλάτωνα, στην Αλεξάνδρεια έδειχνε σαγηνευμένος κυρίως από το κοσμολογικό περιεχόμενο του πλατωνικού Τίμαιου, η επίδραση του οποίου είναι ευδιάκριτη όχι μόνο σε γεωγραφικές και μαθηματικές μελέτες του, αλλά και στα επιγράμματα του! Όλες οι θεωρίες του Πλάτωνα που περιέχονται στον εν λόγω διάλογο ζυμώθηκαν με ιδέες του Ερατοσθένη και εντάχθηκαν σέ ένα δοκίμιο με τον τίτλο Πλατωνικός. Πρόκειται για σύγγραμμα σε δύο βιβλία, τα οποία ενσωματώθηκαν αργότερα σε συλλογικό τόμο που τιτλοφορείται Τόπος αναλυόμενος.

Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το ακριβές περιεχόμενο του Πλατωνικού. Φαίνεται όμως ότι εκεί εξετάζονταν μαθηματικές έννοιες, μουσικές θεωρίες και δινόταν λύση στο Δήλιο πρόβλημα, που αφορούσε τον διπλασιασμό του κύβου.

Αριστοφάνης ο Βυζάντιος. Τον Ερατοσθένη τον διαδέχθηκε στη θέση του προϊστάμενου της Βιβλιοθήκης ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (257–180 π.Χ.), γραμματικός που σπούδασε στην Αλεξάνδρεια δίπλα στον Διονύσιο τον Ίαμβο, τον κωμικό Μάχωνα και τον Ευφρόνιο από τη Χερσόνησο. Διακρίθηκε για τη γενική του μόρφωση και το ευρύ φάσμα των λογοτεχνικών του γνώσεων. Κύριο επίτευγμά του ήταν οι υποδειγματικές εκδόσεις κλασικών συγγραφέων, που χρησίμευσαν στις μεταγενέστερες γενεές φιλολόγων. Ο Αριστοφάνης, με βοηθήματα τις σχετικές εργασίες του Ζηνόδοτου, πραγματοποίησε εκδόσεις του Ομήρου, του Ησίοδου, του Αλκαίου, του Αρχίλοχου (και άλλων λυρικών ποιητών), κυρίως όμως του Πίνδαρου: χώρισε τα λυρικά μέρη σε στίχους και στροφές (κωλομετρία) και έτσι από τότε έπαψαν να αντιγράφουν την ποίηση ως πεζό κείμενο.

Στις εκδόσεις του με έργα των τραγικών ποιητών πρόσθεσε και τις λεγόμενες υποθέσεις (περιλήψεις του περιεχομένου), τις οποίες είχε εγκαινιάσει ο Αριστοτέλης στις παραδόσεις του. Ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος εξέδωσε επίσης έργα της αρχαίας κωμωδίας (Αριστοφάνης), της νέας κωμωδίας (Μένανδρος) και τους πλατωνικούς διαλόγους, που επιχείρησε να τους ταξινομήσει σε τριλογίες. Έτρεφε απεριόριστο θαυμασμό για τον Μένανδρο, τον οποίο τοποθετούσε μετά τον Όμηρο, και συχνά διατύπωνε το ερώτημα: «ο κωμικός ποιητής Μένανδρος μιμείται τη ζωή ή η ζωή μιμείται τις κωμωδίες του Μένανδρου;». Ο θαυμασμός του όμως για τον ποιητή δεν τον εμπόδισε να καταγράψει τα δάνεια από άλλους συγγραφείς που εντόπισε στα έργα του —πρόκειται δηλαδή για το αρχαιότερο κείμενο που αναφέρεται σε λογοκλοπία. Ο Αριστοφάνης, τέλος, συμπλήρωσε και επέκτεινε τον κατάλογο που είχε καταρτίσει ο Καλλίμαχος, δηλαδή τους Πίνακες, και το συμπλήρωμα αυτό επιγράφεται Προς τους Καλλιμάχου πίνακας.

Το σπουδαιότερο όμως φιλολογικό του κατόρθωμα είναι ότι όρισε τους κανόνες τονισμού και στίξης στα αρχαία κείμενα που αρχικά γράφονταν σε μεγαλογράμματη γραφή και συνεχόμενα. Το γεγονός αυτό επέβαλε να ξαναγραφεί όλη η αρχαία ελληνική γραμματεία με το νέο τονικό σύστημα, ενώ με τη στίξη οι φιλόλογοι χρειάστηκε να προτείνουν, κατά περίπτωση, νέες αναγνώσεις.

Από τη ζωή του Αριστοφάνη στο Μουσείο και στην Αλεξάνδρεια μνημονεύονται δύο περιστατικά. Λίγο μετά το 197 π.Χ., ο βασιλιάς της Περγάμου Ευμένης Β΄ τον προσκάλεσε στην αυλή του  για να αναλάβει την οργάνωση της νέας εκεί βιβλιοθήκης. Φαίνεται ότι ο Αριστοφάνης σκεπτόταν, για άγνωστους λόγους, σοβαρά την πρόταση του Ευμένη, αλλά το σχέδιο της απόδρασής του από το Μουσείο αποκαλύφθηκε, ενώ ο ίδιος συνελήφθη και κλείστηκε για ένα διάστημα στη φυλακή. Το δεύτερο περιστατικό μοιάζει περισσότερο με τραγελαφικό ανέκδοτο: ο Αριστοφάνης λέγεται ότι υπήρξε «αντεραστής» με έναν ελέφαντα, επειδή και οι δύο αγάπησαν μια ανθοπώλιδα της Αλεξάνδρειας. Όσο και αν η ιστορία ακούγεται παράλογη, στην πρωτεύουσα των Πτολεμαίων κυκλοφορούσαν πολλές ανάλογες διηγήσεις για ελέφαντες, τους οποίους φαίνεται ότι προσέλκυαν τα αρώματα των λουλουδιών από τα στεφάνια που έπλεκαν οι κόρες για να τα πουλήσουν. Άλλωστε, και ο ίδιος ο Αριστοφάνης είχε περιλάβει ανάλογη ιστορία στο έργο του Περί ζώων.

Απολλώνιος ο Ειδογράφος. Πρόκειται για τον Απολλώνιο από την Αλεξάνδρεια, που διαδέχθηκε τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο στη διεύθυνση της Βιβλιοθήκης το αργότερο το 180 π.Χ., όταν είχε ήδη αρχίσει η κοινωνική, πολιτική και οικονομική παρακμή της Αιγύπτου. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τις ενασχολήσεις του, φαίνεται όμως ότι το προσωνύμιο Ειδογράφος (= ταξινομητής κατά είδη) το κέρδισε επειδή κατέτασσε τα λυρικά ποιήματα σε είδη κατ’ αντιστοιχία προς τις μουσικές αρμονίες: τη δωρική, τη φρυγική, τη λυδική και τις παραλλαγές τους.

Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ. Ο τελευταίος προϊστάμενος της Βιβλιοθήκης με καθαρά λόγια παιδεία που στάθηκε στο ύψος της παράδοσης των πριν από αυτόν γραμματικών ήταν ο Αρίσταρχος από τη Σαμοθράκη. Γεννήθηκε γύρω στο 216 π.Χ. και πέθανε περίπου το 144 π.Χ. Από νωρίς εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια και με δάσκαλο τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο καταπιάστηκε συστηματικά με την κριτική έκδοση και ερμηνεία παλαιότερων συγγραφέων, κυρίως με τον Όμηρο. Με τη δική του εργασία κορυφώνεται η αρχαία εκδοτική πρακτική.

Ο Αρίσταρχος έθεσε την αρχή ότι όποια δυσκολία συναντάται στο κείμενο ενός συγγραφέα πρέπει να αντιμετωπίζεται με βάση άλλα χωρία του ίδιου συγγραφέα (Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν). Επιπλέον ο Αρίσταρχος τελειοποίησε το σύστημα κριτικών σημαδιών που εφαρμοζόταν στις κριτικές εκδόσεις, όπως θα δούμε παρακάτω.

Αθετώντας την τότε συνήθεια να παραδίδονται προφορικά οι επεξηγήσεις στα κείμενα που είχαν εκδοθεί, ο Αρίσταρχος συνέτασσε μακροσκελή και εύχρηστα υπομνήματα στα έργα που εξέδιδε. Η Σούδα μαρτυρεί ότι έγραψε πάνω από 800 βιβλία αποκλειστικά με υπομνήματα, δεν αποκλείεται όμως ο αριθμός αυτός να αντιστοιχεί στο όλο συγγραφικό του  έργο, όπου γνωρίζουμε ότι περιλαμβάνονται και μονογραφίες, τα λεγόμενα συγγράμματα.

Ο Αρίσταρχος είχε ευρύ κύκλο μαθητών, δημιουργώντας ένα είδος σχολής, και σύντομα απέκτησε με το συγγραφικό του  έργο πολλούς οπαδούς, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος, ο Αμμώνιος από την Αλεξάνδρεια και ο Διονύσιος ο Θραξ.

Για τη ζωή του στο Μουσείο δεν γνωρίζουμε τίποτα, ενώ σχετικά με αυτόν ανέκδοτα και αστεία, που κυκλοφορούσαν συνήθως ακόμα και για τα πιο αξιοσέβαστα μέλη του, δεν μας διασώθηκαν, εκτός από ένα σχόλιο του Καλλίστρατου, μαθητή του Αριστοφάνη του Βυζάντιου, ότι παραμελούσε την εμφάνισή του  και κυκλοφορούσε ατημέλητος και κακοντυμένος (μὴ εὐρύθμως ἀμπέχεσθαι).

Μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Ϛ´ Φιλομήτορα, το 145 π.Χ., στον θρόνο της Αιγύπτου  ανέβηκε ο γιος του  Πτολεμαίος Ζ´ Νέος Φιλοπάτωρ, ο οποίος δολοφονήθηκε από τον αδελφό του πατέρα του, την ημέρα του γάμου του εκ πατρός θείου με τη μητέρα του Φιλοπάτορα. Ο σφετεριστής του θρόνου Πτολεμαίος Η´, ο επονομαζόμενος Ευεργέτης Β´, αποκαλείτο στους κύκλους των πνευματικών ανθρώπων Κακεργέτης ή Φύσκων λόγω της παχυσαρκίας του. Ο Πτολεμαίος Η´ καταδίωξε όλους τους φίλους του δολοφονημένου βασιλιά και τους περί τη Βιβλιοθήκη φιλολόγους, ακόμη και τον Αρίσταρχο, ενώ πολλοί μαθητές του Αρίσταρχου αλλά και άνθρωποι του πνεύματος εγκατέλειψαν την Αλεξάνδρεια και αναζήτησαν καταφύγιο έξω από την αιγυπτιακή επικράτεια, στην Πέργαμο, την Αθήνα και τη Ρόδο. Ο Αρίσταρχος επέλεξε ως τόπο διαμονής του την κοντινή Κύπρο, όπου και απεβίωσε, ίσως το 144 π.Χ.

Κύδας. Ως συνέπεια αυτής της «εξόδου λογίων» δημιουργείται η πρώτη κρίση της φιλολογίας: η πνευματική ζωή στην Αλεξάνδρεια υποβαθμίζεται και τη θέση του προϊστάμενου της Βιβλιοθήκης καταλαμβάνει ένας αξιωματικός του στρατού, εκ των λογχοφόρων, που άκουγε στο όνομα Κύδας. Ωστόσο, μολονότι ο Πτολεμαίος Η´ υπήρξε αποκρουστική μορφή, ακόλαστος και βάναυσος, έχοντας μαθητεύσει δίπλα στον Αρίσταρχο ενδιαφερόταν για την καλλιέργεια των γραμμάτων και την προώθηση της μάθησης γενικότερα, αν κρίνουμε από το περιεχόμενο των Απομνημονευμάτων του σε 24 βιβλία και το σχόλιο του Πλούταρχου γι’ αυτόν (φιλομαθεῖν δοκοῦντι).

Έτσι, τελευταίος προϊστάμενος της Βιβλιοθήκης κατά την πτολεμαϊκή εποχή, από όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, πρέπει να θεωρείται ο Ονήσανδρος, ο οποίος, σύμφωνα με την επιγραφή που βρέθηκε στην Πάφο, υποστήριξε τον Πτολεμαίο Θ´ κατά το διάστημα της εξορίας του  στην Κύπρο. Επιστρέφοντας ο Πτολεμαίος στην Αλεξάνδρεια, το 88 π.Χ., τον διόρισε προσωπικό του  ιερέα και υπεύθυνο της μεγάλης Βιβλιοθήκης (τεταγμένος ἐπὶ τῆς Ἀλεξανδρείας μεγάλης βιβλιοθήκης), αναγνωρίζοντας έτσι τις υπηρεσίες του.

Μετά τον Κύδα, ο πάπυρος της Οξυρρύγχου μνημονεύει τέσσερις γραμματικούς που άκμασαν στα χρόνια του Πτολεμαίου Θ´ (Σωτήρ Β´), ο οποίος έμεινε στον θρόνο της Αιγύπτου  από το 120 μέχρι το 81 π.Χ. (συμπεριλαμβανομένης της περιόδου της αυτοεξορίας του  στην Κύπρο, 107–88 π.Χ.). Πρόκειται, όπως προαναφέραμε, για τον Αμμώνιο, τον Ζηνόδοτο, τον Διοκλή και τον Απολλόδωρο, χωρίς να διευκρινίζεται ακριβώς ο ρόλος τους στη Βιβλιοθήκη.

Αμμώνιος ο Αλεξανδρεύς. Ο Αμμώνιος, γιoς του Αμμώνιου, έδρασε τον 2ο αιώνα π.Χ., υπήρξε μαθητής του Αρίσταρχου και συνέχισε το έργο του δασκάλου του πάνω στα ομηρικά έπη. Έγραψε υπομνήματα και ένα δοκίμιο για τα δάνεια του Πλάτωνα από τον Όμηρο και για την ομηρική προσωδία. Υπερασπίστηκε τις κριτικές επεμβάσεις του Αρίσταρχου στο ομηρικό κείμενο (Περὶ τῆς ἐπεκδοθείσης διορθώσεως). Τέλος, συνέθεσε ένα πολύ χρήσιμο βιβλίο με προσωπογραφίες σχετιζόμενες με τις αρχαίες κωμωδίες, έναν αλφαβητικό κατάλογο όλων των προσώπων που διακωμωδούνταν σε αυτές (Κωμωδούμενοι).

Ζηνόδοτος. Δύο Ζηνόδοτοι ενδέχεται να ταυτίζονται με αυτόν που αναγράφει ο πάπυρος της Οξυρρύγχου: ο Ζηνόδοτος ο Αλεξανδρεύς, γραμματικός που, σύμφωνα με τη Σούδα, έδρασε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και έγραψε για τη στάση του Πλάτωνα απέναντι στους ομηρικούς θεούς και για τη Θεογονία του Ησίοδου, ή ο Ζηνόδοτος ο Μαλλώτης, γραμματικός επίσης του 2ου αιώνα π.Χ., μαθητής του Κράτη του Μαλλώτη και συντάκτης μονογραφίας, όπου καταφέρεται εναντίον της μεθόδου με την οποία προσέγγιζε ο Αρίσταρχος τα αρχαία κείμενα.

Διοκλής. Πρόκειται μάλλον για τον μαθηματικό του 1ου αιώνα π.Χ., ο οποίος ασχολήθηκε με τα κάτοπτρα που χρησιμοποιούνταν για εμπρησμούς (Περὶ πυρείων). Το βιβλίο του το γνώριζε ο πολύ μεταγενέστερος μαθηματικός Ευτόκιος ο Ασκαλωνίτης, που έδρασε το 500 μ.Χ. και είχε συντάξει υπομνήματα στα Κωνικά του Απολλώνιου του Περγαίου και σε τρία έργα του Αρχιμήδη. Χάρη στον Ευτόκιο πληροφορούμαστε για την κισσοειδή καμπύλη που ανακάλυψε ο Διοκλής μελετώντας τα παραβολικά κάτοπτρα και χρησιμοποιήθηκε για τη λύση του Δηλίου προβλήματος (του διπλασιασμού του κύβου).

Απολλόδωρος. Ίσως πρόκειται για τον πραγματικό Απολλόδωρο που συνέγραψε τη Βιβλιοθήκη (η οποία αποδίδεται κανονικά στον Αθηναίο γραμματικό Απολλόδωρο του 2ου αιώνα π.Χ.) και έζησε, με βάση το ύφος και τη γλώσσα του  (που δεν είναι αττικιστική), τον 1ο αιώνα μ.Χ. Πρόκειται για μια επισκόπηση της γενεαλογίας θεών και ηρώων, που αρχίζει με τον Ουρανό και τη Γαία, συνεχίζει με τους Αργοναύτες, τον Ηρακλή και τους θηβαϊκούς μύθους και φτάνει (στο κομμάτι που μας έχει διασωθεί) μέχρι τα αττικά γένη και τον Θησέα.

Η «πυρπόληση» της Βιβλιοθήκης επί Κλεοπάτρας και Καίσαρα. Οι σχετικές αναφορές στο υποτιθέμενο γεγονός της πυρπόλησης της Βιβλιοθήκης από τον Καίσαρα είναι πράγματι επιγραμματικές αλλά και αντιφατικές. Εντύπωση προκαλεί η σιωπή της ελληνικής και ρωμαϊκής διανόησης γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα αλλά και γύρω από τον κόσμο του βιβλίου γενικότερα. Εδώ θα επιχειρηθεί να παρουσιαστούν σε ανακεφαλαίωση οι σχετικές ειδήσεις που έφθασαν μέχρι τις μέρες μας για την πυρπόληση της Βιβλιοθήκης, αντιπαρατιθέμενες με αδιάσειστα στοιχεία που σχετίζονται με την οργάνωση και τη λειτουργία της.

Στις μαρτυρίες για την καταστροφή της Βιβλιοθήκης, που άλλοτε κάνουν λόγο για 40.000 παπύρινα βιβλία και άλλοτε για 400.000 και 700.000 τόμους, οι αριθμοί πηγάζουν από την Επιστολή του Αριστέα και τις Noctes Atticae του Γέλλιου —δεν αποκλείεται βέβαια να πρόκειται στην περίπτωση των αριθμών για αντιγραφικό λάθος.

Ας επισημανθεί εδώ ότι κανένας Έλληνας χρονικογράφος, ιστορικός ή άλλος άνθρωπος των γραμμάτων δεν μνημονεύει το γεγονός ούτε το αφήνει να υπονοηθεί μέχρι τα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας, αλλά ούτε και κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Ο Δίων Κάσσιος, αναφερόμενος στον χώρο όπου φυλάσσονταν οι παπύρινοι ρόλοι, λέει ότι επρόκειτο για κτίσμα στην προβλήτα του λιμανιού που χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος. Γνωρίζοντας από την περιγραφή του Τίτου Λίβιου πώς το οικοδόμημα αυτό ήταν «pulcherrimum monumentum» (πολυτελέστατο μνημείο) και από τον  Ορόσιο ότι το κτίσμα βρισκόταν στις αποβάθρες, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι επρόκειτο για οικοδόμημα του βασιλικού νεωρίου.

Μόνον ο Δίων Κάσσιος μας παρέχει μια πρόσθετη χρήσιμη πληροφορία, ότι τα βιβλία που κάηκαν ήταν άριστης ποιότητας, αναφερόμενος προφανώς στην υλική τους υπόσταση, όπως έχουν επισημάνει πολλοί ιστορικοί. Ας υπενθυμιστεί εδώ ότι μια κατηγορία βιβλίων που θησαυρίζονταν στην ανακτορική βιβλιοθήκη έφερε τον χαρακτηρισμό ἐκ τῶν πλοίων. Ήταν βιβλία που εξυπηρετούσαν ποικίλους σκοπούς στα πλοία τα οποία ταξίδευαν στη Μεσόγειο και συχνά αγκυροβολούσαν στην Αλεξάνδρεια. Οι κυβερνήτες των πλοίων αυτών υποχρεώνονταν να παραδώσουν ό,τι γραπτό υλικό βρισκόταν στην κατοχή τους σε μια επιτροπή που αναλάμβανε να εκτιμήσει το περιεχόμενό του. Όσα βιβλία εξυπηρετούσαν τη συλλεκτική φιλοσοφία της Βιβλιοθήκης αντιγράφονταν επιτόπου και στους δικαιούχους παραδίδονταν τα αντίγραφα, ενώ τα πρωτότυπα κατάσχονταν για τις ανάγκες της Βιβλιοθήκης, εξασφαλίζοντας έτσι ότι τα βιβλία της δεν θα περιείχαν άφθονα αντιγραφικά λάθη, τα οποία αναγκαστικά προέκυπταν από τους ταχείς ρυθμούς που επέβαλλε η όλη διαδικασία. Αν ληφθεί λοιπόν υπόψη ότι η Αλεξάνδρεια ήταν το πιο πολυσύχναστο λιμάνι της Μεσογείου, το εργαστήρι αυτό θα ήταν ένα καλά εξοπλισμένο αντιγραφικό κέντρο, με αποθήκες άγραφων κυλίνδρων και με ικανότατους γραφείς που διέθεταν ίσως και προσόντα φιλολόγου.

Τι γύρευαν τώρα οι 40.000 άγραφοι παπύρινοι ρόλοι στις αποθήκες του νεωρίου την εποχή εκείνη; Έχει ήδη υποστηριχθεί ότι προορίζονταν για τον εξοπλισμό της πρώτης δημόσιας βιβλιοθήκης της Ρώμης, ένα σχέδιο του Καίσαρα για να καλύψει το μεγάλο κενό στην πνευματική ζωή της ρωμαϊκής πρωτεύουσας. Πράγματι, μολονότι υπήρχαν πλούσιες ιδιωτικές βιβλιοθήκες στις ρωμαϊκές επαύλεις, όπως του Λούκουλλου παλαιότερα ή του Βάρρωνα, του Κικέρωνα ή του Αττικού, δημόσια βιβλιοθήκη δεν υπήρχε στη Ρώμη αλλά ούτε και σε ολόκληρη την Ιταλία.

Ο Καίσαρ είχε αναθέσει στον μεγάλο συλλέκτη και φιλόβιβλο Μάρκο Τερέντιο Βάρρωνα να οργανώσει δημόσια βιβλιοθήκη, και αυτός ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση, συγγράφοντας ταυτόχρονα έναν βιβλιοθηκονομικό, καθώς φαίνεται, οδηγό, το De bibliothecis, έργο που δεν έφθασε μέχρι τις μέρες μας. Ο Καίσαρ δεν πρόλαβε να δει υλοποιημένο το όραμά του και τη σκυτάλη παρέλαβε ένας πιστός του φίλος, ο Ασίνιος Πολλίων, που το 39 π.Χ. έχτισε με δικά του χρήματα μια βιβλιοθήκη. Επρόκειτο για δίδυμο κτίσμα που στέγαζε ξεχωριστά το ελληνικό και το λατινικό τμήμα, μια διπλοβιβλιοθήκη που αποτέλεσε από τότε θεσμό μέχρι την ύστερη αρχαιότητα, αλλά και κατά την ιταλική Αναγέννηση αργότερα.

Όλα όσα καταγράφηκαν μέχρι τώρα δεν συνιστούν απόδειξη της ενοχής του Καίσαρα ούτε συνηγορούν υπέρ της θεωρίας του αφανισμού ή της πυρπόλησης μεγάλου τμήματος της βιβλιοθήκης των Πτολεμαίων. Αντιθέτως, πληροφορίες και ειδήσεις από την αυτοκρατορική εποχή υποδεικνύουν ότι εξακολουθούσε να αποτελεί την πνευματική κιβωτό του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, δεδομένου μάλιστα ότι είχε μετατραπεί σε αυτοκρατορικό ίδρυμα.

Η υποτιθέμενη πυρπόληση της Βιβλιοθήκης από τον χαλίφη Ομάρ. Μια στερεότυπη εκδοχή που επικρατεί μέχρι και σήμερα, μολονότι διακεκριμένοι ιστορικοί έχουν επανειλημμένα εκφράσει τις αμφιβολίες τους, είναι βασισμένη σε ένα απόσπασμα του συγγραφέα Αλί ιμπν αλ Κίφτι (Ιστορία σοφών ανδρών), ο οποίος γεννήθηκε στην Άνω Αίγυπτο, στην πόλη Κίφτ (Κοπτός) και έζησε στην Αλεξάνδρεια από το 1172 μέχρι το 1248. Στην εκδοχή αυτή δίνεται για πρώτη φορά το χρονικό της καταστροφής των καταλοίπων της Βιβλιοθήκης των Πτολεμαίων, όπου μάλιστα πρωταγωνιστεί κάποιος ονόματι Ιωάννης Γραμματικός. Ο Ιωάννης, που καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και είχε διατελέσει μαθητής του Σεβήρου και κόπτης ιερέας, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της κατάληψης της γενέτειράς του από τους Άραβες. Γνώρισε προσωπικά τον κατακτητή εμίρη Αμρ και διέκρινε το στοχαστικό του πνεύμα, ενώ ταυτόχρονα με τις πλούσιες γνώσεις του κατόρθωσε να τον εντυπωσιάσει. Σε κάποια από τις συναντήσεις τους πήρε το θάρρος να εκφράσει μια παράκληση: «Καθώς όλοι οι θησαυροί της πόλης σάς ανήκουν, θα επιθυμούσα να σας ζητήσω ορισμένα πράγματα, τα οποία είναι άχρηστα σε εσάς, αλλά πολύτιμα για μένα». Όταν τον ρώτησε ο Αμρ σε τι αναφέρεται, ο Ιωάννης του απάντησε ότι πρόκειται για βιβλία που περιέχουν σοφία και είναι συγκεντρωμένα στα βασιλικά θησαυροφυλάκια. Ο εμίρης θέλησε να μάθει περισσότερα για τα βιβλία αυτά και τότε ο Ιωάννης του είπε όσα καταγράφονται στην επιστολή το Αριστέα, μνημονεύοντας τον βασιλέα Πτολεμαίο Β´ Φιλάδελφο και τον Δημήτριο τον Φαληρέα. Ο Αμρ δεν διαφώνησε με το αίτημα του Ιωάννη, αλλά έθεσε ως προϋπόθεση για την υλοποίησή του τη σύμφωνη γνώμη του χαλίφη Ομάρ. Η απάντηση του Ομάρ ήταν κοφτή: «Αν το περιεχόμενο των βιβλίων συμφωνεί με το βιβλίο του Αλλάχ, δεν μας χρειάζονται αυτά, εφόσον το βιβλίο του Αλλάχ είναι υπεραρκετό. Αν, αντίθετα, περιέχουν κάτι ασύμφωνο με το βιβλίο του Αλλάχ, δεν υπάρχει κανένας λόγος να τα κρατήσουμε. Προχώρησε λοιπόν στην καταστροφή τους».

Ο εμίρης Αμρ συμμορφώθηκε με τη διαταγή του χαλίφη Ομάρ και μοίρασε βιβλία σε όλα τα δημόσια λουτρά της Αλεξάνδρειας να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα —λέγεται μάλιστα ότι χρειάστηκαν έξι ολόκληροι μήνες για να αποτεφρωθούν όλα τα βιβλία. Από το καύσιμο αυτό υλικό εξαιρέθηκαν μόνο τα βιβλία του Αριστοτέλη.

ΣΧΟΛΙΟ : Η χρονογραφία του ιμπν αλ Κίφτι που μιλάει για την πυρπόληση της βασιλικής Βιβλιοθήκης από τους Άραβες υπήρξε το πρότυπο, τμηματικά ή στο σύνολό του, για περαιτέρω αναπαραγωγή από μεταγενέστερους συγγραφείς της Ανατολής, ενώ στην Ευρώπη έγινε γνωστή μόλις τον 17ο αιώνα. Ο A.J. Butler, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, επιχειρώντας να διαλευκάνει το όλο ζήτημα, αμφισβήτησε την αυθεντικότητα του χρονικού και η θέση του απόκτησε πολλούς υποστηρικτές αλλά και πολέμιους. Από την άλλη πλευρά, ο Μουσταφά ελ Αμπαντί, στο σύγγραμμά του Η αρχαία Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, εξηγεί γιατί η αφήγηση αυτή δεν πρέπει να γίνει ούτε αποδεκτή ούτε να απορριφθεί γενικά, καθώς οφείλει να κριθεί σε διάφορα επίπεδα και σε αντιπαραβολή με την παλαιότερη παράδοση.

Η πρώτη παράγραφος της αφήγησης του ιμπν αλ Κίφτι αναφέρεται στη ζωή και την προσωπικότητα του Ιωάννη Γραμματικού και βασίζεται σε ένα αρχαιότερο κείμενο του ιμπν αλ Ναντίμ, το οποίο χρονολογείται τον 10ο αιώνα. Μολονότι όμως ο ιμπν αλ Ναντίμ μιλάει με λεπτομέρειες για την πολιτεία του Ιωάννη Γραμματικού και τη γνωριμία του με τον Αμρ, δεν γίνεται η παραμικρή μνεία για τους θησαυρούς της βασιλικής Βιβλιοθήκης. Η δεύτερη παράγραφος του χρονικού, που εξιστορεί τη συγκρότηση της Βιβλιοθήκης από τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο, απαντά σε ένα παλαιότερο γραπτό του Ισαάκ του Μοναχού και παρατίθεται επίσης από τον ιμπν αλ Ναντίμ. Πρόκειται για κείμενο πανομοιότυπο με αυτό που καταγράφει ο Ιωάννης Τζέτζης (12ος αιώνας) στα Προλεγόμενά του στα σχόλια του Αριστοφάνη. Τέλος, τα όσα λέγονται στην τρίτη παράγραφο του ιμπν αλ Κίφτι, που αναφέρεται στην αλληλογραφία του Αμρ με τον Ομάρ, στην εντολή του χαλίφη προς τον εμίρη για την πυρπόληση των βιβλίων και στα σχετικά με την οικονομική αξιοποίηση του παπύρινου υλικού, δεν μνημονεύονται σε καμία αρχαιότερη πηγή.

Η απάντηση όσον αφορά την αξιοπιστία του χρονικού του ιμπν αλ Κίφτι πρέπει να αναζητηθεί στις πολιτισμικές σχέσεις που διαμόρφωσαν οι Έλληνες με τους Άραβες από τα χρόνια της δυναστείας των Ομμεϋαδών.
 

Κ.Σπ. Στάικος, Το Μουσείο και η Βιβλιοθήκη των Πτολεμαίων στην Αλεξάνδρεια, Αθήνα, Άτων, 2020, σ. 119138, 308–310, 338–341.

Επωνυμία: Το Μουσείο της Αλεξάνδρειας
Ιστορικό πλαίσιο: Αρχαιότηταsemantics logo
Τόπος ίδρυσης: Αλεξάνδρειαsemantics logo
Τόπος λειτουργίας: Αλεξάνδρειαsemantics logo
Χρόνος ίδρυσης: 3ος αι. π.Χ.
Βιβλιογραφία: Κ.Σπ. Στάικος, «Το Μουσείο και η Βιβλιοθήκη των Πτολεμαίων στην Αλεξάνδρεια», Αθήνα, Άτων, 2020, σ. 119–138, 308–310, 338–341.
Αναφέρει: Εικόνες
Σελίδα τίτλου της έκδοσης: Διογένης Λαέρτιος, «De Vitis, Dogmatibus et Apophtegmatibus Clarorum Philosophorum».
Χαρτογραφική αποτύπωση της Αλεξάνδρειας.
Ο Πτολεμαίος Α΄ Σωτήρ.
Ο Δημήτριος ο Φαληρεύς.
Σχεδιαστική αποτύπωση νομίσματος με τη μορφή του Πτολεμαίου Α΄ Σωτήρα.
Σχεδιαστική αποτύπωση νομίσματος με τη μορφή του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου.
Ο Όμηρος και οι Μούσες.
Άγαλμα της Περσεφόνης (ως Ίσιδας) και του Πλούτωνα (ως Σέραπη) από το ιερό των Αιγύπτιων θεών στη Γόρτυνα.
Η Ίσις θηλάζει τον Ώρο.
Παπυρικό κείμενο από την Οξύρρυγχο με τα ονόματα των προϊσταμένων της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης.
Ο Ερατοσθένης.
Ο αστρονόμος και ο αστρολόγος.
Ο Μένανδρος.
Άδεια χρήσης: Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές (CC BY-NC-ND 4.0)
Δικαιώματα: Το λήμμα αποτελεί πρωτότυπη επιστημονική εργασία της ομάδας ανάπτυξης του ψηφιακού χώρου «Περί Βιβλιοθηκών».
Εμφανίζεται στις συλλογές:Βιβλιοθήκες
Προβολή λιγότερων
Εικαστικό Υλικό
Προβολή λιγότερων